κομιτάτο
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Greek Monolingual
το (Α κομιτᾱτον)
νεοελλ.
επαναστατική οργάνωση που επιδίωκε την επίτευξη ορισμένων σκοπών συνήθως για το καλό της πατρίδας της (α. «βουλγαρικό κομιτάτο» β. «νεοτουρκικό κομιτάτο»)
αρχ.
ακολουθία, ιδίως αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comitato. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].