λυκηγενής

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
père de la lumière (Apollon) ; selon l'interprétation commune né en Lycie.
Étymologie: *λύκη, lumière, ou Λυκία, γένος.

English (Autenrieth)

έος (root λυκ, lux): light-born, epith. of Apollo as sun-god, Il. 4.101, 119.

Greek Monolingual

λυκηγενής, -ές (Α)
(το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκηγενής
προσωνυμία του Απόλλωνος, ως θεού του φωτός ή, κατ' άλλους, επειδή γεννήθηκε στη Λυκία («εὔχεο δὲ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέι κλυτοτόξῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθετος σε -γενής και αναφέρεται ως προσωνυμία του Απόλλωνος, επειδή ο Απόλλων γεννήθηκε στη Λυκία (πρβλ. Λύκιος). Συγκεκριμένα, ο τ. Λυκηγενής (αντί του αναμενόμενου Λυκιογενής) προέρχεται από Λυκία + συνδετικό φωνήεν -η- (για μετρικούς λόγους) + -γενής (< γένος). Κατ' άλλους, όμως, ο τ. θεωρείται σύνθετος του λύκη «αυγή, χάραμα» (πρβλ. αμφιλύκη, λύχνος) και αποδίδεται στον Απόλλωνα ως θεό του φωτός].

Russian (Dvoretsky)

λῠκηγενής: светорожденный, по по друг. - рожденный в Ликии (эпитет Аполлона) Hom.