λυκιδεύς
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
-έως, ὁ, wolf's cub, Sol. ap. Plu.Sol.23, Theoc.5.38.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
jeune loup, louveteau, animal.
Étymologie: λύκος.
German (Pape)
ὁ, der junge Wolf; Theocr. 5.38; Ael. N.A. 7.47; Plut. Sol. 23.
Russian (Dvoretsky)
λῠκῐδεύς: έως ὁ волчонок Theocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκῐδεύς: έως, ὁ, νεογνὸν λύκου, Θεόκρ. 5. 38, Σόλων παρὰ Πλουτ. Σόλ. 23.
Greek Monolingual
ο (Α λυκιδεύς, -έως)
το νεογνό του λύκου, λυκόπουλο («θρέψαι καὶ λυκιδεῖς, θρέψαι κύνας ὥς τυ φάγωντι», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετιδεύς, λεοντιδεύς)].
Greek Monotonic
λῠκῐδεύς: -έως, ὁ (λύκος), νεογνό λύκου, σε Σόλωνα, Θεόκρ.