λυσσητήρ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
λυσσητῆρος, ὁ, one that is raging or raving mad, κύων Il.8.299; ἰὸς κυνός AP5.265 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
enragé.
Étymologie: λυσσάω.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Wütende, Tolle; κύων, Il. 8.299; πούς, Philp. 6 (VI.94).
Russian (Dvoretsky)
λυσσητήρ: ῆρος adj. m
1 бешеный (κύων Hom.);
2 беснующийся (в пляске), неистовствующий (πούς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσητήρ: ῆρος, ὁ, λυσσώδης, μανιώδης, κύων λ. Ἰλ. Θ. 299· ἰὸς κυνὸς Ἀνθ. Π. 5. 266· ποὺς λ. αὐτόθι 6. 94.
English (Autenrieth)
ῆρος: one who rages, raging, w. κύων, Il. 8.299†.
Greek Monolingual
λυσσητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑM)
λυσσώδης, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. οικητήρ, πωλητήρ)].
Greek Monotonic
λυσσητήρ: -ῆρος, ὁ, κάποιος που είναι λυσσασμένος, μανιώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.