μάργαρος
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
ὁ and ἡ, pearl-oyster, Ael.NA15.8; but, = μαργαρίτης, Tz.H.11 passim.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, = μαργαρίτης, Ael. H. A. 15, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
huître d'où l'on extrait les perles ; perle.
Étymologie: DELG emprunt à l'iranien, lui-même du skr. manjari « perle ».
Greek (Liddell-Scott)
μάργᾰρος: ὁ καὶ ἡ, τὸ ὄστρεον τὸ παράγον τὸν μαργαρίτην, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8, Τζέτζ.
Greek Monolingual
ο και η (AM μάργαρος)
1. όστρακο το οποίο περιέχει μαργαριτάρι
2. συνεκδ. μαργαριτάρι («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.)
νεοελλ.
σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία η οποία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια μερικών μαλακίων και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κουμπιών, λαβών και διαφόρων διακοσμήσεων, η μαργαριταρόρριζα, το σεντέφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μαργαρίτης (πρβλ. μάργαρο) ή απευθείας μεταπλασμένος τ. του μάργαρο].