μακραύχην
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ενος, long-necked, long, κλῖμαξ E. Ph.1173: neut. pl., τὰ μακραύχενα Hp.Epid.2.1.8, Arist.HA595a11.
French (Bailly abrégé)
ενος (ὁ, ἡ)
au long cou ; long.
Étymologie: μακρός, αὐχήν.
German (Pape)
ενος, langhalsig, ὄρνις, Ath. I.6c; überhaupt = lang, κλῖμαξ, Eur. Phoen. 1180. Bei Hippocr. auch μακραύχενος; τὰ μακραύχενα, Arist. H.A. 8.6.
Russian (Dvoretsky)
μακραύχην: ενος adj. досл. с длинной шеей, перен. длинный, высокий (κλῖμαξ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μακραύχην: ὁ, ἡ, ἔχων μακρὸν αὐχένα, μακρός, κλῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1173· - οὐδ. πληθ., τὰ μακραύχενα Ἱππ. 1006Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1.
Greek Monolingual
μακραύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.)
2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. εριαύχην, ριψαύχην)].
Greek Monotonic
μακραύχην: ὁ, ἡ, μακρολαίμης, μακρός, σε Ευρ.