μεναίχμης
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
μεναίχμου, Dor. μεναίχμας, α, ὁ, staunch soldier, Anacr.70(dub.): as adjective, χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
à la lance ferme, inébranlable.
Étymologie: μένω, αἰχμή.
German (Pape)
den Kampf bestehend, im Kampfe ausharrend.
Russian (Dvoretsky)
μεναίχμης: дор. μεναίχμας, ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою (χείρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = μενεπτόλεμος, μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ εἶναι τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.
Greek Monolingual
μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)
1. αυτός που αντέχει στη μάχη
2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτεραίχμης, φυγαίχμης].
Greek Monotonic
μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ (αἰχμή), αυτός που αντέχει το δόρυ, που είναι καρτερικός στη μάχη, σε Ανθ.
Middle Liddell
μεν-αίχμης, ου, αἰχμή
abiding the spear, staunch in battle, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=καρτερικός). Ἀπό τό μένος + αἰχμή.