μεσοθωράκιο

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

Greek Monolingual

το
ανατ. η μεσαία περιοχή του θώρακα η οποία βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες, στο στέρνο και στη σπονδυλική στήλη και περιέχει την καρδιά, τα μεγάλα αρτηριακά αγγεία, δηλ. την αορτή και τις πνευμονικές αρτηρίες, τα μεγάλα φλεβικά στελέχη, δηλ. τις κοίλες φλέβες και τις πνευμονικές φλέβες, την τραχεία και τους βρόγχους, καθώς και τον οισοφάγο, τα πνευμονογαστρικά και τα φρενικά νεύρα, το συμπαθητικό στέλεχος και τον θωρακικό πόρο στα οποία χρησιμεύει ως δίοδος μεταξύ κεφαλής και κοιλιάς.