νεβρισμός
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ὁ, wearing of a fawnskin (νεβρίς), Arignote ap. Harp.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, das Tragen der νεβρίς, u. die Feier des Bacchusfestes.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρισμός: ὁ, (νεβρίζω) τὸ φορεῖν νεβρίδα κατὰ τὰς τελετὰς τοῦ Βάκχου, Ἁρποκρ.
Greek Monolingual
νεβρισμός, ὁ (Α) νεβρίζω
το να φορά κάποιος νεβρίδα κατά τις τελετές του Βάκχου.