νομοδιδάσκαλος
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ὁ, teacher of the law, Ev.Luc.5.17, al.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui enseigne le droit;
NT: (chez les Juifs) docteur de la loi.
Étymologie: νόμος, διδάσκαλος.
German (Pape)
ὁ, Gesetzlehrer, NT.
Russian (Dvoretsky)
νομοδιδάσκαλος: ὁ законоучитель NT.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδιδάσκᾰλος: ὁ, ὁ διδάσκαλος τοῦ νόμου, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 17, κτλ.
English (Strong)
from νόμος and διδάσκαλος; an expounder of the (Jewish) law, i.e. a Rabbi: doctor (teacher) of the law.
English (Thayer)
νομοδιδασκαλου, ὁ (νόμος and διδάσκαλος, cf. ἑτεροδιδάσκαλος, ἱεροδιδασκαλος, χοροδιδάσκαλος), a teacher and interpreter of the law: among the Jews (cf. γραμματεύς, 2), 1 Timothy 1:7. (Not found elsewhere (except in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νομοδιδάσκαλος)
διδάσκαλος της νομικής επιστήμης
νεοελλ.
νομομαθής μεγάλου κύρους
αρχ.
ερμηνευτής και διδάσκαλος του μωσαϊκού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + διδάσκαλος.
Greek Monotonic
νομοδιδάσκᾰλος: ὁ, αυτός που διδάσκει τους νόμους, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
νομο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,
a teacher of the law, Plut., NTest.
Chinese
原文音譯:nomodid£skaloj 挪摩-笛打士卡羅士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:律法-教(者)
字義溯源:解釋律法者,律法教師,律法師,教法師;由(νόμος)=律法)與(διδάσκαλος)=教師)組成;而 (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教), (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)。參讀 (νόμος)同源字
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 律法師(1) 提前1:7;
2) 律法教師(1) 徒5:34;
3) 教法師(1) 路5:17