νόμισις

From LSJ

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμῐσις Medium diacritics: νόμισις Low diacritics: νόμισις Capitals: ΝΟΜΙΣΙΣ
Transliteration A: nómisis Transliteration B: nomisis Transliteration C: nomisis Beta Code: no/misis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (νομίζω) belief, opinion, ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Th.5.105; παρρησία τῆς ν. D.C.37.17.

German (Pape)

[Seite 261] ἡ, das herkömmliche Meinen, die herkömmliche Ansicht, der Brauch, ἔξω τῆς εἰς τὸ θεῖον νομίσεως, Thuc. 5, 105; vgl. Lob. Phryn. 351 und νομίζω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
croyance, particul. croyance religieuse.
Étymologie: νομίζω.

Russian (Dvoretsky)

νόμισις: εως ἡ общепринятое мнение, установившийся обычай, сложившееся верование (ἡ ἐς τὸ θεῖον ν. Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

νόμῐσις: ἡ, (νομίζω0 ὅπερ νομίζει ἢ πιστεύει τις, ὅπερ δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. πίστις, ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ θεῖον νόμισις, ἡ καθιερωμένη πίστις εἰς τὸ θεῖον, Θουκ. 5. 105.

Greek Monolingual

νόμισις, ἡ (ΑΜ) νομίζω
1. ό,τι νομίζει κάποιος, η γνώμη, η ιδέαπαρρησία τῆς νομίσεως», Δίων Κάσσ.)
2. πίστη, ό,τι πιστεύει κάποιος («τῆς ἀνθρωπείας... εἰς τὸ θεῖον νομίσεως», Θουκ.).

Greek Monotonic

νόμῐσις: ἡ (νομίζω), συνήθεια, παράδοση, έθιμο· ἡ ἀνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις, καθιερωμένη πίστη στη θεότητα, σε Θουκ.

Middle Liddell

νομίζω
usage, prescription, custom, ἡ ἁνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Thuc.

Lexicon Thucydideum

observantia, observance, 5.105.1.