ξυήλη
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
English (LSJ)
Dor. ξυάλη (Hsch., Suid.), ἡ, (ξύω) whittle, curved knife used in shaping a javelin, X.Cyr.6.2.32; ξ. Λακωνική, as a weapon, Id.An. 4.7.16, cf. 4.8.25.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, ein Messer Holz zu schaben und zu schnitzen, Xen. Cyr. 6, 2, 32. Auch ein Sichelschwert, Λακωνική, Xen. An. 4, 7, 16, vgl. 8, 25, bei den Lacedämoniern allein im Gebrauch, gew. ξυάλη, attisch κνηστίς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 sorte de rabot;
2 sorte de poignard recourbé.
Étymologie: ξύω.
Russian (Dvoretsky)
ξυήλη: ἡ
1 скребок, скобель Xen.;
2 (у лакедемонян), серповидный нож, кинжал, (ξ. Λακωνική Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ξυήλη: ἡ, (ξύω) = κνῆστις, ἐργαλεῖον πρὸς ξέσιν ξύλου, «ῥυκάνη» ἢ «ξυλοφάγος», Ξεν. Κύρ. 6. 2, 32. ΙΙ. ἐγχειρίδιόν τι Λακωνικὸν δρεπανοειδές, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 7, 16., 4. 8, 25. (Ἡ λέξις, φαίνεται, ἦτο Λακωνικὴ· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Σουΐδ. γράφουσιν αὐτὴν ξυάλη).
Greek Monolingual
ξυήλη και δωρ. τ. ξυάλη, ἡ (Α)
1. είδος μαχαιριού με κυρτό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία τών ξύλων με ξέση, ξύστρα
2. μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος τών Λακώνων, που το κρεμούσαν από τη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύω + κατάλ. -ήλη (πρβλ. ανθήλη)].
Greek Monotonic
ξῠήλη: Δωρ. ξυάλη, ἡ (ξύω)·
I. εργαλείο για ξύσιμο ξύλου, πλάνη, σμίλη, ροκάνα, σε Ξεν.
II. μαχαίρι σε σχήμα δρεπανιού, (λέξη λακωνικής προέλευσης), στον ίδ.
Middle Liddell
ξυήλη, ἡ, [ξύω]
I. a tool for scraping wood, a plane or rasp, Xen.
II. a sickle-shaped dagger, Xen.