ολκός

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390

Greek Monolingual

(I)
ὁλκός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έλκει, ελκτικόςμάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῦ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.)
2. άπληστος, λαίμαργος
3. αυτός που σύρεται καταγής
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά
δυνατά»
5. (η αιτ. του ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.) ὁλκότερον
πιο αργά, βραδύτερα από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετοποιημένος τ. του ὁλκός (II)].
(II)
ο (ΑΜ ὁλκός)
1. εντομή που σχηματίζεται σε επιφάνεια από κινούμενο ή αιχμηρό όργανο («δέξασθαι σμίλης ὁλκούς», Αριστοφ.)
2. η τροχιά αστέρα ή μετεώρου («ὁλκὸς οὐρανίης ἀκτῖνος», Απολλ. Ρόδ.)
3. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά («ἐν τούτοισι δὴ οἵ τε ὁλκοὶ τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. τεχνολ. εξάρτημα μηχανής συρματοποίησης το οποίο κατασκευάζεται από εξαιρετικά σκληρό χάλυβα, φέρει οπές και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή τών μεταλλικών ράβδων σε σύρμα
2. έλξη, σύρσιμο, τράβηγμα
3. στον πληθ. οι ολκοί- ναυτ. α) οι δύο δοκοί της ναυπηγικής κλίνης οι οποίοι υποβοηθούν στην καθέλκυση του πλοίου, κν. βάζια
β) βοηθητικά σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τη στροφή τών ιστίων
μσν.
1. το υδραγωγείο
2. βάρος
μσν.-αρχ.
το σώμα του φιδιού
αρχ.
1. ιμάντας, λουρί
2. τάφρος, οχετός
3. κυματοειδής κίνηση, κυματισμός («ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων», επιγρ.)
4. οφιοειδής κίνηση
5. βόστρυχος, κότσος
6. είδος αράχνης
7. είδος χόρτου
8. στον πληθ. κινητά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν για μεταφορά τών πλοίων πάνω από τον Ισθμό της Κορίνθου
9. φρ. α) «ὁλκοὶ δάφνης» — κλαδιά δάφνης ή σκούπα που κατασκευάστηκε από κλαδιά δάφνης
β) «ὁλκὸς γλώσσης» — η προς τα έξω τεντωμένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ὁλκ- του ρήματος ἕλκω και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. sulcus].