οριζόντιος

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

-α, -ο ορίζοντας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα
2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα
3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση»
αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία η φαινόμενη ζενιθιακή του απόσταση είναι ίση με 90°
β) «οριζόντιες συντεταγμένες»
αστρον. το αζιμούθιο και το ύψος, ή η ζενιθιακή απόσταση, ενός σημείου της ουράνιας σφαίρας
γ) «οριζόντια ιδιοκτησία» ή «οριζόντια συνιδιοκτησία» ή «ιδιοκτησία κατά ορόφους» ή «οροφοκτησία»
(νομ.) η ιδιαίτερη μορφή κυριότητας πάνω σε ένα ακίνητο η οποία σύγκειται από δύο στοιχεία: από την αποκλειστική κυριότητα σε όροφο μιας οικοδομής ή σε διαμέρισμά του και από την αναγκαστική συγκυριότητα στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου, δηλαδή στο οικόπεδο, στα θεμέλια, στους εξωτερικούς τοίχους, στο κλιμακοστάσιο κ.ά.
δ) «οριζόντια μεταφορά»
(μετεωρ.) η μετατόπιση μιας αέριας μάζας κατά την οριζόντια διεύθυνση
ε) «οριζόντια παράλλαξη»
αστρον. η ημερήσια παράλλαξη ενός ουράνιου σώματος που βρίσκεται πάνω στο οριζόντιο επίπεδο
στ) «οριζόντιες καμπύλες»
(τοπογρ.) ισοϋψείς καμπύλες που αναπαριστάνουν ακριβέστερα την ανάγλυφη μορφή του εδάφους
ζ) «οριζόντιο επίπεδο»
αστρον. το επίπεδο που ορίζεται από έναν παρατηρητή ο οποίος βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο και είναι κάθετο προς τη διεύθυνση της βαρύτητας στον τόπο αυτόν
η) «οριζόντιοι κύκλοι» — μικροί κύκλοι της ουράνιας σφαίρας, παράλληλοι προς τον ορίζοντα, αλλ. αλμικανταράτοι
θ) «οριζόντια ολοκλήρωση»
(οικον.) η επέκταση μιας επιχείρησης με την προσθήκη μιας παραπλήσιας μονάδας.
επίρρ...
οριζοντίως και -όντια. με οριζόντιο τρόπο, σε οριζόντια θέση, παράλληλα προς τον ορίζοντα.