πάρεση
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η / πάρεσις, -εως, Ν Μ Α παρίημι
χαλάρωση
νεοελλ.
ιατρ. ελαφρά, ατελής παράλυση η οποία εκδηλώνεται με ελάττωση της μυϊκής ισχύος του προσβληθέντος μυός
μσν.
μτφ. ηθική κατάπτωση ως συνέπεια αμαρτιών
αρχ.
1. απομάκρυνση, αναχώρηση από έναν τόπο
2. απόλυση, απαλλαγή
3. παράλυση τών δυνάμεων
4. (σχετικά με χρέη) απαλλαγή
5. (σχετικά με αμαρτίες) άφεση, συγχώρηση («διὰ πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων», ΚΔ)
6. αμέλεια.