παντόμιμος
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
παντόμιμον, pantomimic, ὀρχηστής Jul.Mis.351d; ὄρχησις Suid.s.h.v.: Subst. π., ὁ, pantomimic actor, Luc.Salt.67.
German (Pape)
[Seite 464] Alles nachahmend, Sp.; bes. der durch Tanz, künstliche Bewegung des Leibes u. Gebehrdenspiel, ohne Worte eine Charakterrolle, oder ein ganzes Stück darstellt, auch die Rede, welche ein Anderer spricht, durch Gebehrden versinnlicht, ein Pantomime; das Wort kam in Italien für das griech. ὀρχηστής zu Augustus' Zeit auf, vgl. Luc. de salt. 66.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pantomime, comédien qui joue au moyen de gestes, sans le secours de la parole.
Étymologie: πᾶν, μιμέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντόμιμος -ον [πᾶς, μῖμος] subst. ὁ παντόμιμος pantomimespeler:. τὸν ὀρχηστὴν παντόμιμον καλοῦσιν ze noemen de danser een pantomimespeler Luc. 45.67.
Russian (Dvoretsky)
παντόμῑμος: ὁ пантомим (актер, играющий с помощью одних телодвижений) Luc.
Greek Monolingual
-ο / παντόμιμος, -ον, ΝΑ
το αρσ. ως ουσ. ο παντόμιμος
ηθοποιός που παριστάνει τα νοήματα και την υπόθεση ενός έργου μόνον με τη μιμική και την όρχηση, με κινήσεις του σώματος και με χειρονομίες χωρίς να μιλά, ο ηθοποιός της παντομίμας
αρχ.
1. αυτός που μιμείται τους πάντες ή τα πάντα
2. (στη ρωμ. αυτοκρατ. εποχή) χορευτικό θέαμα κατά το οποίο ένας μόνον υποκριτής αφηγείται με χορευτικές κινήσεις, βήματα, στάσεις και χειρονομίες την υπόθεση μιας ιστορίας με κωμικό ή τραγικό θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + μῖμος (πρβλ. ανθρωπόμιμος, φωνόμιμος)].
Greek Monotonic
παντόμῑμος: ὁ, ηθοποιός που μιμείται τους άλλους, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παντόμῑμος: ὁ, ὁ τοὺς πάντας μιμούμενος, λέξις ἥτις ἐπεκράτησεν ἐν Ἰταλίᾳ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Αὐγούστου ἀντὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀρχηστής, ὁ παριστάνων ὀρχούμενος πρόσωπόν τι διὰ παντοίων κινήσεων τοῦ σώματος καὶ χειρονομιῶν χωρὶς νὰ προφέρῃ οὐδεμίαν λέξιν, ὑποκριτὴς παντομίμας, Λουκ. π. Ὀρχ. 67, Σουΐδ., κτλ· ὅρα Λεξικ. Ἀρχαιοτ.
Middle Liddell
παντό-μῑμος, ὁ,
a pantomimic actor, Luc.