πολυεπής
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
πολυεπές, much-speaking, wordy, τέχναι A.Ag.1134 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 662] ές, viel redend, τέχναι, Aesch. Ag. 1105, wo v.l. πολυετεῖς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui parle beaucoup.
Étymologie: πολύς, ἔπος.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολυλογάς, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -επής (< ἔπος, τὸ «λόγος»), πρβλ. καλλιεπής].
Greek Monotonic
πολυεπής: -ές (ἔπος), αυτός που λέει πολλά, που μιλάει πολύ, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυεπής -ές [πολύς, ἔπος] woordenrijk.
Russian (Dvoretsky)
πολυεπής: многоречивый (τέχναι Aesch.).