προσέγγιση
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
η / προσέγγισις, -ίσεως, ΝΑ προσεγγίζω
πλησίασμα, ζύγωμα
νεοελλ.
1. (για πλοίο) είσοδος σε λιμάνι, άφιξη, στάθμευση
2. ομοιότητα, αναλογία, αντιστοιχία
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετώπιση, εξέταση, πραγμάτευση («πρόκειται πράγματι για μια πρωτότυπη και δημιουργική προσέγγιση»)
4. φρ. α) «κατά προσέγγιση» — με μικρή διαφορά, περίπου.