πυράμη

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράμη Medium diacritics: πυράμη Low diacritics: πυράμη Capitals: ΠΥΡΑΜΗ
Transliteration A: pyrámē Transliteration B: pyramē Transliteration C: pyrami Beta Code: pura/mh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = ἄμη, Sch.Ar.Pax 298 (pl.); = vatillum, Glossaria; written πυράμμη, ib.

German (Pape)

[Seite 820] ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράμη: [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυράμμη Α
νεοελλ.
σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος
αρχ.
σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»].