πωλοτρόφος

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλοτρόφος Medium diacritics: πωλοτρόφος Low diacritics: πωλοτρόφος Capitals: ΠΩΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: pōlotróphos Transliteration B: pōlotrophos Transliteration C: polotrofos Beta Code: pwlotro/fos

English (LSJ)

(parox.), ον,
A rearing young horses, Θεσσαλίη AP9.21.
2 generally, οἱ π. τῶν ἐλεφάντων their trainers, Ael.NA 16.36.

German (Pape)

[Seite 827] Fohlen, Pferde nährend, aufziehend; Θεσσαλία, Ep. ad. 420 (IX, 21); auch ἐλέφαντος, Ael. H. A. 16, 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui élève de jeunes animaux.
Étymologie: πῶλος, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

πωλοτρόφος: питающий молодых коней (Θεσσαλία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πωλοτρόφος: -ον, ὁ ἀνατρέφων πώλους, νέους ἵππους, Σοί, πατρὶ Θεσσαλίῃ πωλοτρόφε. μέμψιν ἀνάπτω Πήγασσος, ὡς ἀδίκου τέρματος ἠντίασα Ἀνθ. Π. 9. 21 ― καθόλου, οἱ π. τῶν ἐλεφάντων, οἱ ἐκγυμνάζοντες αὐτούς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 36.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκτρέφει πώλους
2. το αρσ. ως ουσ.πωλοτρόφος
αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, ιδίως ελέφαντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -τρόφος (τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].

Greek Monotonic

πωλοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει νεαρά άλογα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πωλο-τρόφος, ον, τρέφω
rearing young horses, Anth.