ραδινός

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, -ή, -όν και αιολ. τ. βραδινός, -ίνα, -ον, Α
(για μέλη του σώματος και για πρόσ.)
1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τους προσμένει», Γρυπ.
β. «στεφανώματα δ' εἴσω εὐειδὴς ῥαδιναῖς χερσὶ Λάκαινα κόρη», Θεόγν.)
2. ευλύγιστος
αρχ.
1. λεπτός και επιμήκης («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», Ομ. Ιλ.)
2. (για κίονα) ευμεγέθης
3. απαλός, τρυφερός
4. μτφ. ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. ῥαδ-ινός / βράδ-ινος (πρβλ. πυκινός) εμφανίζει τους παράλληλους τ. ῥαδ-ανός (πρβλ. πιθανός) και ῥαδ-αλός (πρβλ. τροφαλός) και επίσης με φωνηεντισμό -ο- τον τ. ῥοδανός (πρβλ. ῥοδάνη, ῥοδανίζω). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό περι-ρρηδής «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. ῥῆδος. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη εναλλαγή φωνηεντισμού α/ο/η. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τών τ. τόσο με την ΙΕ ρίζα wer- «στρίβω, λυγίζω» όσο και με τη λ. ῥάδαμνος «βλαστός»].