σκόρος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

και σκώρος, ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύτατα διαδεδομένων εντόμων της οικογένειας tineidae, τών οποίων οι λευκόχρωμες προνύμφες ζουν σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες και άλλους χώρους και τρέφονται με μάλλινες ίνες, προξενώντας καταστροφές στα μάλλινα υφάσματα και ενδύματα
2. φρ. α) «σκόρος τών ταπήτων»
ζωολ. το είδος σκόρου Trichophaga tapetrella, του οποίου οι προνύμφες τρέφονται με μάλλινες ίνες, κατά προτίμηση με τρίχες αλόγων ή φτερά
β) «σκόρος τών ενδυμάτων»
ζωολ. το είδος σκόρου Tineola biselliella, που πετά σπάνια και αφθονεί στα σπίτια και του οποίου η προνύμφη τρέφεται με ίνες μάλλινων νημάτων, υφασμάτων, ενδυμάτων και γουναρικών
γ) «σκόρος τών γουναρικών
ζωολ. το είδος σκόρου Tinea pellionella, του οποίου οι προνύμφες κατασκευάζουν μια χαρακτηριστική φορητή θήκη από μετάξι και τρέφονται με ίνες ζωικής προέλευσης, αλλά σπανίζουν σε κατοικίες και άλλα κτήρια με κεντρική θέρμανση, επειδή έχουν ανάγκη από σχετικά μεγάλη υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. κόρος (< κείρω «κόβω, κατατρώγω») με ανάπτυξη προθετικού σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος), ενώ κατ' άλλους από αρχ. κόρις «κοριός» (< κείρω)].