σοφιστικός
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
σοφιστική, σοφιστικόν,
A of or for a sophist, βίος Pl.Phdr.248e; τὸ σ. γένος the class of sophists, Id.Sph.224c; ἡ σοφιστική (sc. τέχνη) sophistry, ib.224d, al.
2 sophistical, μὴ σ. ποιεῖν ἀλλὰ σοφούς X.Cyn.13.7; ἐροῦμεν σοφὸν ἢ σ.; Pl.Sph.268b; σ. λόγος fallacy, Arist.Pol.1307b36; περὶ σ. ἐλέγχων, title of work by Arist. Adv. σοφιστικῶς Pl.Tht.154e, Arist.Rh.1419a14.
German (Pape)
[Seite 915] den Sophisten betreffend; βίος, Plat. Phaedr. 248 e; ἡ σοφιστική, die Kunst des Sophisten, Prot. 316 d; sophistisch, d. i. künstlich redend, arglistig und trügerisch im Disputiren, μὴ σοφιστικούς, ἀλλὰ σοφοὺς καὶ ἀγαθούς, Xen. Cyn. 13, 7; Luc. Prom. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre aux sophistes ; ἡ σοφιστική l'art des sophistes, la sophistique;
2 semblable à un sophiste ; sophistique, captieux, fallacieux.
Étymologie: σοφιστής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφιστικός -ή -όν [σοφιστής] behorend bij de sofist, van de sofisten:; τὸ σοφιστικὸν γένος de soort van de sofisten Plat. Sph. 224c; subst.. ἡ σοφιστική (sc. τέχνη) het vak van sofist, sofistiek Plat. Sph. 224d. sofistisch, bedrieglijk:. σ. λόγος sofistische redenering, drogreden Aristot. Pol. 1307b36.
Russian (Dvoretsky)
σοφιστικός: свойственный софисту (βίος Plat.); софистический (λόγος Arst.): τὸ σοφιστικὸν γένος Plat. школа софистов.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σοφιστικός, -ή, -όν, ΝΑ σοφιστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή
2. χαρακτηριστικός του σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῦμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική
η τέχνη τών σοφιστών
αρχ.
φρ. «Περὶ σοφιστικῶν ἐλέγχων» — τίτλος έργου του Αριστοτέλους.
επίρρ...
σοφιστικώς / σοφιστικῶς ΝΑ, και σοφιστικά Ν
με σοφιστικό τρόπο («ξυνελθόντες σοφιστικῶς εἰς μάχην», Πλάτ.).
Greek Monotonic
σοφιστικός: -ή, -όν (σοφιστής),
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε σοφιστή, σε Πλάτ.
2. αυτός που είναι όμοιος με σοφιστή, σοφιστικός, απατηλός, δόλιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ., -κῶς, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστικός: -ή, -όν, (σοφιστὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σοφιστήν, βίος Πλάτ. Φαῖδρ. 284Ε· τὸ σ. γένος, ἡ τάξις τῶν σοφιστῶν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 224C· ἡ σοφιστικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη αὐτῶν, αὐτόθι 224D, κ. ἀλλ. 2) ὅμοιος πρὸς σοφιστήν, μὴ σοφιστικοὺς ποιεῖν ἀλλὰ σοφοὺς Ξεν. Κυν. 13, 7· σοφὸν ἢ σ. ἐροῦμεν Πλάτ. Σοφ. 268Β· σ. λόγος, σόφισμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8. 3. ― Ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν περὶ σοφιστικῶν ἐλέγχων. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 154D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 4.
Middle Liddell
σοφιστικός, ή, όν σοφιστής
1. of or for a sophist, Plat.
2. like a sophist, sophistical, Xen., etc. adv. -κῶς, Plat.