συμπηγνύω

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπηγνύω Medium diacritics: συμπηγνύω Low diacritics: συμπηγνύω Capitals: ΣΥΜΠΗΓΝΥΩ
Transliteration A: sympēgnýō Transliteration B: sympēgnyō Transliteration C: sympignyo Beta Code: sumphgnu/w

English (LSJ)

v. συμπήγνυμι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και συμπήγνυμι Α
1. καθιστώ κάτι συμπαγές, το συμπυκνώνω
2. στερεώνω, στερεοποιώ
νεοελλ.
ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία»)
αρχ.
1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῦ παρ' οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.)
2. συστέλλω
3. μέσ. συμπηγνύομαι και συμπήγνυμαι
α) κατασκευάζω για προσωπική μου χρήση
β) αποτελούμαι, γίνομαι από... («ὅστις μὴ οἶδεν, ὅ τί ἐστιν ἄνθρωπος καὶ ὅπως ἐγένετο πρῶτον καὶ ὁπόθεν συνεπάγη ἐξ ἀρχῆς», Ιπποκρ.)
4. (ο β' ενεργ. παρακμ. ως μέσ. και παθ.) συμπέπηγα
συντίθεμαι, σύγκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πήγνυμι / πηγνύω «μπήγω, καρφώνω, στερεώνω»].

German (Pape)

συμπήγνυμι.