συνεκτρέφω

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτρέφω Medium diacritics: συνεκτρέφω Low diacritics: συνεκτρέφω Capitals: ΣΥΝΕΚΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synektréphō Transliteration B: synektrephō Transliteration C: synektrefo Beta Code: sunektre/fw

English (LSJ)

rear up along with or together, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ' ἐκείνου Pl.Smp. 209c; σ. τοὺς παῖδας assist in bringing them up, Id.Mx.249a: metaph., πῦρ Plu.Brut. 31:—Pass., grow up with, συνεκτραφεὶς ἐμοί E.IT709, cf. And.1.48, Luc.Am.32.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τρέφω), mit od. zugleich aufziehen; συνεκτραφεὶς ἐμοί Eur. I. T. 709, wie Andoc. 1, 48; τοὺς παῖδας συνεκτρέφει αὐτή, Plat. Menex. 249 a; μετά τινος, Conv. 209 c; Sp., wie Luc. amor. 32 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

nourrir ou élever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐκτρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκτρέφω samen (met...) grootbrengen of opvoeden, met acc. en μετά + gen. iem. met iem.; pass. met dat.; met alleen acc. helpen grootbrengen of opvoeden.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτρέφω:
1 одновременно или вместе воспитывать, совместно взращивать (τι μετά τινος Plat.; συνεκτραφείς τινι Eur.);
2 помогать воспитать (τοὺς παῖδας Plat., Plut.; εὔνοια συνεκτρεφομένη Luc.).

Greek Monolingual

Α ἐκτρέφω
1. ανατρέφω συγχρόνως
2. ανατρέφω από κοινού
3. μτφ. συντηρώ συγχρόνως («συνεκτρέφειν πῡρ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συνεκτρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω μαζί ή από κοινού με, σε Πλάτ. — Παθ., αναπτύσσομαι, ανατρέφομαι με, τινί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τὸ γεννηθὲν κοινῇ μετ’ ἐκείνου Πλάτ. Συμπ. 209C· ξ. τοὺς παῖδας, συνεργῶ, βοηθῶ εἰς ἀνατροφὴν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 249Α. ― Παθητ., ἐκτρέφομαι, αὐξάνομαι μετά τινος, «μεγαλώνω» ὁμοῦ, συνεκτραφεὶς ἐμοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 709, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 29, Λουκ. Ἔρωτ. 32.

Middle Liddell

fut. -θρέψω
to rear up along with or together, Plat.:—Pass. to grow up with, τινί Eur.