συνηγορέω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
Aeol. συνᾱγορέω IG12(2).526b31 (Eresus, iv B.C.): aor. inf. misspelt
A συνηγορᾶσαι PAmh.2.33.20,32, part. written correctly συνηγορήσας, συνηγορήσαντες, ib.34, 31 (ii B.C.):—plead in court, Pl.Lg.937a, PAmh. ll. cc., etc.; ἐπὶ μισθῷ τινι συνηγορέω Arist.Rh.Al.1444a20; συνηγορέω τινί to be his advocate, plead his cause, Ar.Ach.685, Aeschin.2.15, etc.; [τᾷ πόλι] IG l.c.: c. dat. rei, πονηρῷ πράγματι Isoc.1.37; ὑπὲρ τοῦ δικαίου D.51.18; ὑπὲρ Εὐκτήμονος Arist.Rh.1374b36; συνηγορέω περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ advocate its claims to the first place, Id.EN1101b28; συνηγορέω εἰς τὸ πάντα πραχθῆναι τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ IG22.844.14:—Pass., οἱ συνηγορούμενοι ὑπ' ἐμοῦ my clients, PHamb.29.11 (i A.D.); ἐνδέχεται.. τὴν δόξαν οὐκ ὀρθῶς συνηγορεῖσθαι Gal.15.36.
2 συνηγορέω τῷ κατηγόρῳ second the accuser, S.Tr.814.
French (Bailly abrégé)
συνηγορῶ :
1 parler pour, plaider pour, défendre en justice, τινι;
2 parler avec, donner son assentiment à;
3 exercer la fonction de synégore.
Étymologie: συνήγορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηγορέω συνήγορος de verdediging op zich nemen (van), pleiten (voor) (voor de rechtbank); met dat., met ὑπέρ + gen. steunen, met dat.: τῷ κατηγόρῳ de aanklager Soph. Tr. 814.
Russian (Dvoretsky)
συνηγορέω:
1 заступаться, защищать на суде, выступать защитником: σ. τινι Arph., Aeschin., Isocr. и ὑπέρ τινος Dem., Arst. выступать в защиту кого(чего)-л.; σ. τινι περὶ τῶν ἀριστείων Arst. причислять что-л. к прекраснейшим вещам;
2 выступать совместно, говорить заодно: ξυνηγορεῖς σιγῶσα τῷ κατηγόρῳ Soph. своим молчанием ты подтверждаешь слова обвинителя.
Greek Monotonic
συνηγορέω: μέλ. -ήσω (συνήγορος),
I. είμαι συνήγορος· συνηγορέω τινί, είμαι συνήγορος κάποιου, υπερασπίζομαι την υπόθεσή του στο δικαστήριο, σε Αριστ., Αισχίν.· επίσης, συνηγορέω ὑπέρ τινος, σε Δημ.· περί τινος, σε Αριστ.
II. συνηγορέω τῷ κατηγόρῳ, υποστηρίζω τον κατήγορο, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συνηγορέω: εἶμαι συνήγορος, Πλάτ. Νόμ. 937Α, κτλ.· ἐπὶ μισθῷ σ. Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 33· σ. τινι, εἶμαι συνήγορός τινος, ὑπερασπίζω τινὰ ἐν τῷ δικαστηρίῳ Ἀριστοφάν. Ἀχ. 685, Αἰσχίν. 30. 12, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ δοτικ. πράγμ., σ. πονηρῷ πράγματι Ἰσοκρ. 10C· οὕτως, σ. ὑπὲρ τοῦ δικαίου Δημ. 1233. 18· ὑπὲρ Εὐκτήμονος Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 3· σ. περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ, ὑποστηρίζω τὰ δικαιώματα αὐτῆς ἐπὶ τῆς πρώτης θέσεως, Ἠθ. Νικ. 1. 12, 5. 2) σ. τῷ κατηγόρῳ, ὑποστηρίζω τὸν κατήγορον, Σοφ. Τρ. 814.
Middle Liddell
fut. ήσω συνήγορος
I. to be an advocate, ς. τινί to be his advocate, plead his cause, Ar., Aeschin.; also ς. ὑπέρ τινος Dem.; περί τινος Arist.
II. ς. τῷ κατηγόρῳ to second the accuser, Soph.