συνθεωρέω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεωρέω Medium diacritics: συνθεωρέω Low diacritics: συνθεωρέω Capitals: ΣΥΝΘΕΩΡΕΩ
Transliteration A: syntheōréō Transliteration B: syntheōreō Transliteration C: syntheoreo Beta Code: sunqewre/w

English (LSJ)

A contemplate or observe at the same time, Arist.PA645a12, APr.67a37, Thphr.HP1.14.4, BGU1855.4 (i B.C.); take a comprehensive survey of, Epicur.Ep.2p.55U., Nat.11.10:—Pass., Phld. Po.Herc.994.38; συνθεωρεῖσθαι.. τὴν γῆν ἀσπορήσειν it was observed also that... PTeb.61 (b).33 (ii B.C.).
II act as θεωρός or go to a festival together, Ἐλευσῖνάδε Lys.8.5; τινι with one, Ar.V.1187; σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Arist.EE1245b4.

French (Bailly abrégé)

συνθεωρῶ :
1 contempler ensemble;
2 faire partie d'une députation de théores avec, τινι.
Étymologie: σύν, θεωρέω II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θεωρέω, Att. ook ξυνθεωρέω mede- theôros zijn, met dat. met iem.. ἀκόντων ὑμῶν Ἐλευσῖνάδε ξυνθεωρεῖν dat (ik) tegen jullie wil als theôros mee was naar Eleusis [Lys.] 8.5.

German (Pape)

mit, zugleich, zusammen sehen, betrachten; Arist. eth. Eud. 7.12; Pol. 1.9.3 und öfter, und andere Spätere; τὰ συνθεωρούμενα, S.Emp. pyrrh. 1.135; Teilnehmer einer Festgesandtschaft (θεωρία) sein, Ἐλευσῖνάδε, Lys. 8.5.

Russian (Dvoretsky)

συνθεωρέω:
1 вместе смотреть, совместно рассматривать (τι Arst., Sext.);
2 участвовать в праздничной процессии (τινι Arph.; Ἐλευσῖνάδε Lys.).

Greek (Liddell-Scott)

συνθεωρέω: θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς θεωρός, ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν ὁμοῦ, Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.

Greek Monotonic

συνθεωρέω: μέλ. -ήσω, μετέχω ως θεωρὸς σε, θρησκευτική αποστολή, πορεύομαι μαζί πηγαίνοντας σε γιορτή ή πανηγύρι, σε Λυσ.· τινί, με κάποιον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to act as θεωρός or go to a festival together, Lys.; τινί with one, Ar.