τεθμός

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεθμός Medium diacritics: τεθμός Low diacritics: τεθμός Capitals: ΤΕΘΜΟΣ
Transliteration A: tethmós Transliteration B: tethmos Transliteration C: tethmos Beta Code: teqmo/s

English (LSJ)

v. θεσμός.

German (Pape)

[Seite 1079] ὁ, dor. statt θεσμός, das Festgesetzte, die Satzung, das Herkommen; Pind. Ol. 8, 25; τεθμὸν μέγιστον ἀέθλων κτίσῃ, 6, 69, u. öfter, u. sp. D., wie Lycophr. 1173.

French (Bailly abrégé)

dor. c. θεσμός.

Russian (Dvoretsky)

τεθμός: ὁ дор. (= θεσμός) установление, обычай или закон Pind.

Greek (Liddell-Scott)

τεθμός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ θεσμός, νόμος, ἔθος, ἔθιμον, Πινδ. Ο. 6. 117., 7. 162, πρβλ. Dissen. N. 33 (51), καὶ ἴδε ἐν λ. ἀμφίαλος, ἐγκώμιος.

English (Slater)

τεθμός (-ός, -όν, -οῖσιν.)
   1 that which is laid down and so
   a ordinance, rule τεθμός δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερ- κέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις (O. 8.25) τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ (P. 1.64) “μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος” i. e. the ordinance of heaven concerning this island (Pae. 4.47)
   b function, duty ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν, κλῦτε νῦν (i. e. πιθεῖν σοφούς v. 52: fort. κός]μον legendum) (Pae. 6.57)
   c institution
   I = κῶμος, τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88) δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας (O. 13.29)
   II festival πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων (at Olympia) (O. 6.69) ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (at the Isthmus) (O. 13.40) ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν (N. 10.33)
   III law, convention of song τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι (N. 4.33)

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. θεσμός.

Greek Monotonic

τεθμός: ὁ, Δωρ. αντί θεσμός, νόμος, έθιμο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

τεθμός, οῦ, ὁ, [doric for θεσμός
a law, custom, Pind.

Frisk Etymology German

τεθμός: {tethmós}
See also: s. θεσμός.
Page 2,863