τρύγητος
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ὁ,
A gathering of fruits, vintage, harvest, LXX Is.24.13, PCair.Zen.355.113 (iii B. C.), PTeb.120.120, al. (i B. C.), Plu.2.671d, cf. Poll.1.61.
2 time of harvest, harvest or vintage, Th.4.84, Thphr. HP 5.1.2, 9.11.8, LXX Am.4.7, al., Luc.Philops.22, Gal.6.577.
II = τρύγη, fruit gathered, crop, LXX Jl.1.11, al.
III wine-press, καθάπερ εἰς τοὺς τρυγητοὺς ὁ πᾶς οἶνος ἐμβάλλεται Gal. Nat.Fac.1.15.
IV (oxyt.) drying up of a lake, Sch.Nic.Th.368. (τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον Hdn.Gr.1.220, cf. Hsch.; but ὀξυτόνως ὁ καιρὸς τοῦ τρυγᾶν Ammon.Diff. p.17 V.; Moschop. ad Hes.Op.386 denies the distinction.)
German (Pape)
[Seite 1155] ὁ, 1) das Einernten, Einsammeln der Feld-u. Baumfrüchte, die Ernte, die Lese, Plut. u. a. Sp.; – die Zeit der Ernte, Lese, die Herbstzeit, ὀλίγον πρὸ τρυγήτου Thuc. 4, 84. – 2) = τρύγη, τρύγος, das, was man einerntet, die reife Herbstfrucht selbst, in welcher Bdtg genauere Gramm. τρυγητός schreiben wollen, obwohl die Alten selbst schon schwankten. Vgl. ἄμητος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. τρυγητός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. τρυγητός.
Greek Monotonic
τρύγητος: ὁ (τρῠγάω)·
1. τρύγος, θέρος, σε Πλούτ., Λουκ.
2. εποχή συγκομιδής, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύγητος en τρυγητός -ου, ὁ [τρυγάω] oogst, oogsttijd.
Russian (Dvoretsky)
τρύγητος: (ῠ) ὁ
1 время жатвы Thuc.;
2 сбор урожая, жатва Plut.
Middle Liddell
τρύγητος, ὁ, [τρῠγάω]
1. a vintage, harvest, Plut., Luc.
2. the time thereof, the harvest or vintage, Thuc.