φοινικιστής
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
φοινικιστοῦ, ὁ,
A (φοῖνιξ B.II) dyer of purple or red, Zonar.
II among the Persians, wearer of purple, opp. παραλουργής (q.v.), i.e. one of the highest rank, X.An.1.2.20; cf. Hsch.
III = Φοινικίζων I, Sch.Ar.Pax883, EM235.47.
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, 1) der Purpurfärber, Rothfärber, Sp. – 2) bei den Persern ein Mann vom höchsten Range, ein Statthalter, der ganz purpurne Kleider tragen durfte, Xen. An. 1, 2, 20; nach Larcher ein Bannerherr, von der rothen persischen Fahne, φοινικίς, D. Sic. 14, 26 (vgl. παραλουργής). – 3) = Φοινικίζων, Λεσβιάζων, E. M. v. γλωττοκομεῖον.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
personnage de haut rang ayant le droit de porter la pourpre chez les Perses.
Étymologie: φοῖνιξ¹.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκιστής: οῦ ὁ φοῖνιξ II] носящий багряницу, порфироносец (персидский вельможа, имевший право на ношение пурпурной одежды) Xen.
Greek (Liddell-Scott)
φοινικιστής: -οῦ, ὁ, (φοῖνιξ) ὁ βαφεὺς ἐρυθρῶν ἢ πορφυρῶν χρωμάτων, Ζωναρᾶς σ. 1818. ΙΙ. παρὰ τοῖς Πέρσαις, ὁ φορῶν πορφύραν, δηλ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀνωτάτην τάξιν, Λατιν. purpuratus, ἀπέκτεινεν ἄνδρα Πέρσην, Μεγαφέρνην φοιν. βασίλειον Ξεν. Ἀν. 1. 2, 20· ἐν ᾧ οἱ παραλουργεῖς ἦσαν «οἱ ἧττον ἔνδοξοι καὶ ἔντιμοι» Ἡσύχ.· πρβλ. παρυφής. ΙΙΙ. = Φοινικίζων, δεδομένος εἰς κτηνώδεις ἢ παρὰ φύσιν ἀσελγείας, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 883· «γλωττοκομεῖον... εἴρηται τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ὑπὸ Εὐβούλου φοινικιστὴν σκώπτοντος» Ἐτυμολ. Μεγ. 235, 47.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ
αυτός που βάφει διάφορα αντικείμενα με πορφυρό χρώμα
αρχ.
(στους Πέρσες) αυτός που φορούσε πορφυρή εσθήτα, γεγονός που δήλωνε ότι ανήκε στην ανώτατη τάξη, ότι κατείχε υψηλά αξιώματα, σατράπης, ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οινικός «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -ιστής].
(II)
ὁ, ΜΑ [[[φοινικίζω]] (II)]
ο έκδοτος στις κτηνώδεις ή τις παρά φύσιν σαρκικές απολαύσεις.
Greek Monotonic
φοινῑκιστής: -οῦ, ὁ (φοῖνιξ Β), κατά τους Πέρσες, αυτός που φοράει πορφύρα, δηλ. κάποιος που ανήκε στην ανώτερη τάξη, Λατ. purpuratus, σε Ξεν.
Middle Liddell
φοινῑκιστής, οῦ, ὁ, φοῖνιξ
with the Persians, a wearer of purple, i. e. one of the highest rank, Lat. purpuratus, Xen.