χάδι

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source

Greek Monolingual

το / χάδιν, ΝΜ, και χάιδι και ποιητ. τ. χάιδιο Ν
1. ελαφρό άγγιγμα με το χέρι, ως εκδήλωση αγάπης, στοργής, τρυφερότητας, χάιδεμα, θωπεία
2. τρυφερή περιποίηση, κολακευτικό καλόπιασμα («του έκανε πολλά χάδια και τον κατάφερε»)
3. νάζι, ακκισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χάδι έχει προέλθει από τη λ. ήχος, μέσω ενός αμάρτυρου μσν. υποκορ. ἠχάδι(ο)ν με σημ. «τραγουδάκι, θωπευτικό τραγούδι, κανάκεμα», με σίγηση του αρκτικού άτονου -η-, ενώ ο τ. χάιδι < τοϊχάδι με μετάθεση του -ι- < τὸ ἠχάδι(ο)ν με συνεκφορά του άρθρου].