χειρίζομαι
πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ χείρ, χειρός]
(στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα της εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ.
γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν», Πολ.
δ. «ἀργυρικὸς λόγος... λημμάτων καὶ ἀνηλωμάτων τῶν δι' ἐμοῦ χειριζομένων», πάπ.)
νεοελλ.
1. κάνω συγκεκριμένους χειρισμούς οργάνων και μηχανημάτων
2. διεξάγω, διεκπεραιώνω («χειρίζεται τα θέματα μεταθέσεων και αποσπάσεων»)
3. (κυριολ. και μτφ.) χρησιμοποιώ κάτι ως όργανο, ως μέσο (α. «χειρίζεται με ευκολία τον τόρνο» β. «χειρίζεται την ελληνική γλώσσα άριστα»)
μσν.-αρχ.
(το ενεργ.) κατέχω ένα αξίωμα
αρχ.
1. (το ενεργ.) α) έχω ή καλλιεργώ μια σκέψη, μια γνώμη ή μια άποψη
β) (σχετικά με συναίσθημα) κρατώ υπό έλεγχο, συγκρατώ
2. (ενεργ. και παθ.) (για χειρουργό) κάνω εγχείρηση
3. (το μέσ.) διορίζω, καθιστώ ή αναγορεύω, αναδεικνύω
4. (το παθ.) μτφ. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι («γενέσει χειρισθεὶς ἀπέθανες», επιγρ.).