ωτίδα

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

η / ὠτίς, -ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. ωτίς και οτίς Ν, και ὀτίς και οὐτίς, -ίδος, Α
(στον τ. ωτίς) το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία μεγάλος αγριόγαλος πουλί και, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, γένος πτηνών, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, την οικογένεια ωτιδίδες
νεοελλ.
1. στρ. εισέχουσα γωνία οχυρώματος
2. αρχιτ. εξέχον κατασκεύασμα του τοίχου για την στήριξη άλλων κατασκευών
3. (μηχανολ.) μεταλλικό εξάρτημα για τη στερέωση αντικειμένου σε τράπεζα εργασίας ή εργαλειομηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. νυκτερίς)].