ἀγχίνοος
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ἀγχίνοον, contr. ἀγχίνους, ουν, ready of wit, shrewd, Od.13.332, Pl.Lg.747b, Stoic.2.39, etc.; πρὸς τὰ συμβαίνοντα Arist.HA587a12: Comp., Ptol. Tetr.57, S.E.P.2.41: Sup., ib.42. Adv. ἀγχινόως Aen.Tact.11.10; ἀγχινῶς Id.24.11, Arist.VV1250a33, Andronic.Rhod.p.575M.: Sup. ἀγχινούστατα Phlp.in Ph.483.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de pers. sagaz, astuto, perspicaz ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων de Odiseo Od.13.332, cf. Hp.Gland.14, Pl.Lg.747b, Tht.144a, Phdr.239a, Chrysipp.Stoic.2.39, πρὸς τὰ συμβαίνοντα Arist.HA 587a12, cf. Ptol.Tetr.2.2.8, S.E.P.2.41, 42, Aen.Tact.5.1
•de los fariseos, Nonn.Par.Eu.Io.7.48
•intrigante Σωσίβιος ... γεγονέναι σκεῦος ἀγχίνουν Sosibio (parece) haber sido el instrumento de intriga, Plb.15.25.9
•neutr. plu. adv. ἀγχινούστατα = muy astutamente Phlp.in Ph.483.1.
2 adv. ἀγχινόως, ἀγχινῶς = astutamente χρήσασθαι καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Arist.VV 1250a33, cf. Aen.Tact.11.10, Andronic.Rhod.p.575.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
v. ἀγχίνους.
English (Autenrieth)
(νοῦς): near-, i. e. readyminded, Od. 13.332, cf. ‘presence of mind.’
Greek Monotonic
ἀγχίνοος: -ον, συνηρ. ἀγχίνους, -ουν, οξυδερκής, οξύνους, ευφυής, έξυπνος, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ.
German (Pape)
ἀγχίνους, schnellauffassend, scharfsinnig, Hom. einmal, Od. 13.332 ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων, Scholl. ταχὺς περὶ τὸ νοῆσαι; Plat. verb. mit εὐμαθής und μνήμων Legg. V.747b, mit ὀξύς Theaet. 144a; διὰ τὸ ἀγχ. εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο Xen. Cyr. 1.4.3; – ἀγχινούστερος Aesop. 57.
• Adv. ἀγχίνως, Arist.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίνοος: стяж. ἀγχίνους 2 остроумный; сообразительный, находчивый; проницательный Hom., Aesop., Xen., Plat., Arst., Plut., Sext.