ἀμοιρέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
have no lot or share in, ὑγροῦ Placit.1.3.1, cf. Phld.Rh.1. 45 S., Ph.2.9, Plu.Alex.23, etc.; get no benefit from, c. gen., Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.4.104: also in Pass., c. gen., Steph. in Hp.1.222 D.
Spanish (DGE)
• Grafía: inf. graf. ἀμυρεῖν Hsch.
I c. gen.
1 carecer de, verse privado de φυσιογνωμονίης Hp. en Gal.19.530, τούτων Phld.Rh.p.85Aur., θἀτέρου Phld.Rh.2.127, ἐλπίδος χρηστῆς Ph.2.9, τῶν γὰρ ἐφικτῶν οὐδενός Ph.2.218, ταφῆς I.AI 8.240, χάριτος οὐδεμιᾶς Plu.Alex.23, φιλοσοφίας Plu.2.8a, τοῦ εἰκότος Plu.2.1013b, παραμυθίας Plu.2.242f, δείξεως A.D.Synt.114.27, τῆς τοιαύτης σημασίας A.D.Synt.204.7, προσώπων ἡ μετοχὴ ἀ. A.D.Synt.82.27, ἱματίων Procop.Goth.4.19.17, τῆς ἐλλάμφεως τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ Steph.in Hp.1.222
•tb. abs. ἀμοιροῦντα δὲ ξηραίνεται las que carecen (de agua) se secan, Placit.1.3.1.
2 no sacar provecho de τῆς ἀγαθουργοῦ τῶν ἀστέρων ἀπορροίας Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.4.104.
II abs. inutilizarse, ser inútil ἡ κατασκευασθεῖσα ὑφ' ἡμῶν διόπτρα Hero Dioptr.188.20.
German (Pape)
[Seite 127] untheilhaftig sein, Phil.; τινός, Plut. Alex. 23.
French (Bailly abrégé)
ἀμοιρῶ :
ao. ἠμοίρησα;
n'avoir point part à, être dépourvu de, gén..
Étymologie: ἄμοιρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοιρέω: быть лишенным (χάριτος οὐδεμίας Plut.): αἰτίας ἀ. παντάπασιν Plut. быть ни в чем не повинным.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιρέω: δὲν ἔχω κλῆρον ἢ μερίδιον ἔν τινι πράγματι, Θαλῆς παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, ἀτύχημα, ἀκλήρημα, ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα.
Greek Monotonic
ἀμοιρέω: δεν έχω μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Πλούτ.