ἀνέμφατος
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
English (LSJ)
ἀνέμφατον, v.l. for ἀνέμφαντος, Procl.in Prm. l.c., cf. eund.in Ti.3.1 and 12 D.; without a tinge of, Eliasin Cat.20.26: abs., lacking in expression, πλοκή, of melody without rhythm, Aristid. Quint.1.13; λέξις Aristid.Rh.2p.434S. Adv. ἀνεμφάτως Hermog.Id.2.10,ΙΙ, Aristid.Rh.2pp.434,450S.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀνέμφαντος Plu.2.45c, Procl.in Prm.824.7
I 1no indicador, no revelador c. gen. obj. ἐστ' ἂν μήθ' οἱ ἑνίζοντες ἀνέμφατον τοῦ πλήθους τὸ ἓν εἶναι βούλωνται mientras ni los monistas quieran que el uno sea no indicador de número Procl.in Ti.3.1.18, cf. 12.23, in Prm.l.c.
2 inexpresivo πλοκή de una melodía sin ritmo, Aristid.Quint.31.11, λέξις Aristid.Rh.2.530, προσώπου κατάστασις Plu.l.c.
II adv. ἀνεμφάτως = inexpresivamente τοῖς ὀνόμασιν ἀ. χρῆσθαι Aristid.Rh.2.543, cf. Hermog.Id.2.10 (p.384), 11 (p.396).
German (Pape)
[Seite 223] ohne Aus- oder Nachdruck, προσώπου κατάστασις ἀν., nichtssagender Ausdruck des Gesichts, Plut. de aud. 8 M.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'exprime pas ou n'indique pas, gén..
Étymologie: ἀ, ἐμφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέμφᾰτος: ничего не выражающий (προσώπου κατάστασις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμφατος: -ον, ὁ ἄνευ ἐκφράσεως, ὁ μὴ ἐμφαίνων, μὴ ἐκφράζων τι, μ. γεν. προσώπου κατάστασις... ἀνέμφατος οὐχ ὕβρεως κτλ. Πλούτ. 2. 45 C. - Ἐπίρρ. - τως Ρήτορες 3. 369, ἔκδ. Walz.
Greek Monolingual
ἀνέμφατος, -ον (Α)
εμφαίνω
αυτός που δεν παρουσιάζει κάτι, ο χωρίς έκφραση, ανέκφραστος.