ἀναδοχή

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδοχή Medium diacritics: ἀναδοχή Low diacritics: αναδοχή Capitals: ΑΝΑΔΟΧΗ
Transliteration A: anadochḗ Transliteration B: anadochē Transliteration C: anadochi Beta Code: a)nadoxh/

English (LSJ)

ἡ,
A series, succession, πόνων S.Tr.825(lyr.).
2 reception, τινῶν A.D.Synt.144.10.
II surety, Plb.5.27.4: Cret. ἀνδοκά Leg.Gort.9.34: so prob. ἀνδοκεία IG14.422 (pl.), 423 (Tauromenium).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀνδοκά ICr.4.41.7.19, 4.72.9.34 (Gortina)
1 aceptación, acción de asumir πόνων de los trabajos de Hércules, S.Tr.825, τῆς γυμνασιαρχίας POxy.2854.9 (III a.C.), ref. a Cristo ἡ ὑπὲρ ἡμῶν ἀ. Epiph.Const.Haer.42.8
aceptación, admisión τῶν ἄλλων μετακλήτων A.D.Synt.144.10, ἡ τῆς ἐγγύης ἀ. POxy.1408.5 (III a.C.).
2 fianza, garantía, ICr.ll.cc., ἀπαγαγεῖν ... τὸν Λεόντιον πρὸς τὴν ἀναδοχήν Plb.5.27.4, ἀ. Ἀντιπάτρου PTeb.99.46 (II a.C.), cf. PMasp.95.13 (VI a.C.)
c. gen. obj. aceptación de algo como fianza τ[ῶν βο] ῶν PCair.Isidor.76.12 (IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, die Übernahme, πόνων, der Mühsal von einem anderen, die Aufeinanderfolge mehrerer Arbeiten, Soph. Trach. 822, ch., wo der Schol. falsch ἀνάπαυσις erkl. Bei Pol. 5, 27 = ἐγγύη, Bürgschaft, ἀπαγαγεῖν ἐκέλευσε Λεόντιον πρὸς τὴν ἀναδοχήν, er ließ sie ins Gefängniß führen der Bürgschaft wegen.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de prendre sur soi, de se charger de.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδοχή: дор. ἀναδοχά
1 принятие (на себя), перенесение, претерпевание (πόνων Soph.);
2 ручательство, залог: πρὸς τὴν ἀναδοχήν Polyb. в качестве залога.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδοχή: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἐν Σοφ. Τρ. 825 ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων ἑρμηνεύει «διαδοχὴν γενέσθαι τῶν πόνων». Ὁ Jebb ἐξηγεῖ: θὰ δώσῃ τέλος εἰς τὴν διαδοχὴν τῶν πόνων. ΙΙ. ἐγγύησις, ἀσφάλεια, Πολύβ. 5. 27, 4, ἔνθα ἴδε Schweigh.

Greek Monolingual

η (Α ἀναδοχή) ἀναδέχομαι
1. αποδοχή υποχρεώσεων ή ευθύνης, παραδοχή, αναγνώριση
2. ανάληψη υποχρεώσεων
3. εγγύηση, ασφάλεια
αρχ.
σειρά, διαδοχή.

Greek Monotonic

ἀναδοχή: ἡ (ἀναδέχομαι), ανάληψη, επιχείρηση, δέσμευση, υπόσχεση, πόνων, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀναδέχομαι
a taking up, undertaking, πόνων Soph.

Translations

succession

Bulgarian: последователност, редуване; Dutch: opeenvolging; Finnish: seuraaminen; French: succession; Galician: sucesión; Georgian: თანმიმდევრობა; Greek: διαδοχή; Ancient Greek: ἀκολουθία, ἄμειψις, ἀμοιβή, ἀναδοχή, ἀπόβασις, διάδεξις, διαδοχή, διαλλαγή, εἱρμός, ἔκδεξις, ἐκδοχή, ἐξαλλαγή, μετέλευσις, ὑπεισέλευσις; Hungarian: sorozat, sorra/egymásra következés, egymásután; Italian: successione; Maori: tauatanga, raupapatanga; Norwegian Bokmål: suksesjon; Nynorsk: suksesjon; Portuguese: sucessão; Romanian: succesiune; Russian: следование; Spanish: sucesión