ἀπερίστατος

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίστᾰτος Medium diacritics: ἀπερίστατος Low diacritics: απερίστατος Capitals: ΑΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: aperístatos Transliteration B: aperistatos Transliteration C: aperistatos Beta Code: a)peri/statos

English (LSJ)

ἀπερίστατον,
A not stood around: and so,
I unguarded, ῥᾳστῶναι Plb.6.44.8.
2 solitary, Ps.-Phoc.26, Arr.Epict.4.1.159; not crowded, D.L.7.5.
3 Medic., of wounds or ulcers, free from complications, Gal.13.498, al.
II without explanatory circumstances, Hermog.Stat.1.
III not encompassed by dangers, βίος Max.Tyr.36.3.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. solitario ἀνήρ Ps.Phoc.26, Arr.Epict.4.1.15.9, cf. Eus.VC 3.44
neutr. τὸ ἀπερίστατον = soledad γυναικῶν ... χηρῶν τὸ ἀπερίστατος Eus.VC 1.43
de cosas personif. πόλις ἀπερίστατος = ciudad desatendida, abandonada, PMasp.9.12 (VI d.C.)
uso tard. intachable ἀζημίους καὶ ἀνενοχλήτους καὶ ἀβλαβεῖς καὶ ἀπεριστάτους φυλάττιν (sic) ὑμᾶς manteneos indemnes, sin molestias, incólumes e intachables, PMasp.168.31 (VI d.C.).
2 de cosas y abstr. no rodeado de ciertas circunstancias γάμοι ἀπερίστατοι matrimonios en los que no se dan circunstancias especiales Arr.Epict.3.22.76
de heridas sin complicaciones Gal.13.498, βίος vida no rodeada de peligros, tranquila Crates Theb.Ep.35, Max.Tyr.36.3, cf. ῥᾳστώνη Plb.6.2.5, 44.8, τὸ χωρίον ἀπερίστατον ποιῆσαι D.L.7.5
de alimentos no complicados τροφαὶ ... μᾶλλον ἀπερίστατοι alimentos demasiado sencillos Ath.Al.M.28.845D
ret. neutr. subst. τὸ ἀπερίστατον = lo sin circunstancias explicatorias, lo incoherente οἷον ἀποκηρύσσει τις τὸν υἱὸν ἐπ' οὐδεμίᾳ αἰτίᾳ como si uno desheredase al hijo sin ninguna causa Hermog.Stat.7.
II adv. ἀπεριστάτως = sin ser afectado por las circunstancias, con seguridad Origenes Io.32.3.

German (Pape)

[Seite 288] nicht umstanden, a) einsam, hülflos, Phocyl.; D. L. 7, 5. – b) ohne Gefahren, gefahrlos, ῥᾳστῶναι Pol. 6, 44; übh. ohne Zufälligkeiten und Nebenumstände, Rhet. S. περίστασις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non entouré de défenseurs, sans secours, isolé.
Étymologie: , περιΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίστᾰτος: не окруженный никакими опасностями, находящийся вне опасности, т. е. безмятежный, спокойный (ῥαστῶναι Polyb.; χωρίον Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίστᾰτος: -ον, περὶ ὄν οὐδεὶς ἵσταται, ἑπομένως, Ι. μὴ περιφυλαττόμενος, μὴ ἔχων ἀνάγκην φυλάκων, Λατ. securus, ἀσφαλής, Πολύβ. 6. 44, 8. 2) μονήρης, μόνος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 159, Διογ. Λ. 7. 5, πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 333· ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀπερίστατον, ῥητορικ. = ἄνευ περιστάσεων, δηλ. ἄνευ λόγου ἤ ἀφορμῆς ἤ ἀποδείξεως, «κατὰ τὸ ἀπερίστατον, οἷον ἀποκηρύσσει τις τὸν υἱόν ἐπὶ οὐδεμιᾷ αἰτἰᾳ» Ἑρμογ. π. Στάσ. (Ρήτορες Walz. τ. 3. σ. 7. στ. 9), «ἀπερίστατον δέ ἐστι τὸ μήτε ἐκ προσώπου μήτε ἐκ πράγματος ὕλην ἔχον» Σχόλ. εἰς Στάσ. Ἑρμ. Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 141, στ. 3, κτλ.

Greek Monolingual

ἀπερίστατος, -ον (AM) περιίστημι
1. (γενικά) αυτός γύρω από τον οποίο δεν στέκεται κανένας
2. αυτός που δεν έχει ανάγκη να φρουρείται, ασφαλής
3. μονήρης, μόνος, έρημος
μσν.
ανυπεράσπιστος
αρχ.
1. (για τραύμα) χωρίς επιπλοκές
2. το ουδ. ως ουσ. φρ. «κατὰ τὸ ἀπερίστατον» — χωρίς κανένα λόγο, καμιά αιτία, αναίτιος.