ἄγρευμα

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγρευμα Medium diacritics: ἄγρευμα Low diacritics: άγρευμα Capitals: ΑΓΡΕΥΜΑ
Transliteration A: ágreuma Transliteration B: agreuma Transliteration C: agrevma Beta Code: a)/greuma

English (LSJ)

τό, in plural,
A = τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα, Sol. ap. AB 340.
II that which is taken in hunting, prey, E.Ba.1241: metaph., X.Mem.3.11.7; ἄγρευμα ἀνθέων E.Fr.754.
2 means of catching, ἄγρευμα θηρός = snare for a beast A.Ch.998; ἐντός.. μορσίμων ἀγρευμάτων = in the nets of fate, of the net thrown over Agamemnon, Id.Ag.1048, cf.Eu.460.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1trampa, red de caza, de la «red» usada en el asesinato de Agamenón ποικίλοις ἀγρεύμασι κρύψασ' A.Eu.460, ἄ. θηρός A.Ch.998, cf. A.1048
red, trampa, cepo ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος participando con justicia de una misma trampa (es decir, del castigo divino sobre justos e injustos) A.Th.607, τύχης ἀγρεύμασιν = por trampa, por sorpresa de la fortuna op. γνώμης βουλεύμασιν Gorg.B 11.19.
2 caza, presa γαυρούμενος δὲ τοῖς ἐμοῖς ἀγρεύμασιν E.Ba.1241, fig. ἀνθέων ἄ. E.Fr.754, τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα, φίλους la caza más preciada, los amigos X.Mem.3.11.7, Ael.NA 7.12.
II plu. cotos, fincas ἀγρεύματα· τὰ ἐπὶ τῆς ἀγροικίας κτήματα Sol.Lg.130.

German (Pape)

[Seite 22] τό, 1) Jagdbeute, Fang, Eur. Bacch. 1239 u. Sp. D. In Prosa übertr. φίλοι, τὸ πλείστου ἄξιον ἄγρευμα Xen. Mem. 3, 11, 7. – 2) Fangnetz, μόρσιμα Aesch. Ag. 1018; θηρός Ch. 992 u. Spt. 589; ποικίλα Eum. 438.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 gibier, butin;
2 piège, filets.
Étymologie: ἀγρεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρευμα: τό, (ἀγρεύω), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, θήραμα, λεία, λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. ἄγρα ΙΙ. ΙΙ. μέσον θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· ἐντός ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460.

Greek Monotonic

ἄγρευμα: -ατος, τό (ἀγρεύω),
I. αυτό που συλλαμβάνεται στο κυνήγι, θήραμα, κυνήγι, λεία, σε Ευρ.
II. τρόπος κυνηγιού, μέσο θήρευσης, σε Αισχύλ.· λέγεται για το δίχτυ που ρίχθηκε στον Αγαμέμνονα, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀγρεύω
I. that which is taken in hunting, booty, prey, spoil, Eur.
II. a means of catching, Aesch.; of the net thrown over Agamemnon, Aesch.

English (Woodhouse)

booty, prey, quarry, animals for hunting, for hunting, thing caught

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)