ἄσμα

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσμα Medium diacritics: ἄσμα Low diacritics: άσμα Capitals: ΑΣΜΑ
Transliteration A: ásma Transliteration B: asma Transliteration C: asma Beta Code: a)/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, = δίασμα, AB452; cf. ἄττω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): ᾆσμα Sud.; ἆσμα EM 270.18G.
1 en el telar urdimbre, AB 452, Sud., EM l.c.
2 sent. dud. τὰ τῆς αὐτῆς διοικήσεως γιγνόμενα ἀναλώματα εἴτε ἐπὶ τόπων εἴτε ἐν τῇ τάξι εἴτε ἐκ ασματος (sic) PRainer Cent.122.6 (V d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα)
το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος
νεοελλ.
1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του
2. ο ψαλμός
3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων»
4. «κύκνειον άσμα» — το τελευταίο πριν από τον θάνατό του έργο ενός ποιητή, μουσουργού ή συγγραφέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδ-μα < άδω.
ΠΑΡ. αρχ. ασμάτιον
μσν.
ασματίζω
μσν.- νεοελλ.
ασματικός.
ΣΥΝΘ. ασματοποιός
αρχ.
ασματοκάμπτης, ασματολογώ
μσν.
ασματογράφος].