ἐκπολεμόω

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπολεμόω Medium diacritics: ἐκπολεμόω Low diacritics: εκπολεμόω Capitals: ΕΚΠΟΛΕΜΟΩ
Transliteration A: ekpolemóō Transliteration B: ekpolemoō Transliteration C: ekpolemoo Beta Code: e)kpolemo/w

English (LSJ)

make hostile, involve in war, Hdt.4.120, Hell.Oxy. 2.2, 13.1, D.1.7,3.7, Plb.15.6.6; τινὰς πρὸς ἀλλήλους Th.6.77:—Pass., fut. Med. -ώσομαι (J.BJ7.10.2), become an enemy to, be set at feud with, τινί Hdt.3.66, 5.73: abs., Th.8.57.

Spanish (DGE)

1 tr. empujar, incitar a la guerra c. ac. ἵνα καὶ τούτους ἐκπολεμώσωσι Hdt.4.120, τοὺς ἀνθρώπους D.3.7, ἀλλήλους Plb.15.6.6, τὸ δημοτικόν D.H.7.42, τ[ὰς πόλει] ς Hell.Oxy.15.44, τοῦτο ἐξεπολέμωσεν αὐτούς Luc.Pseudol.7, cf. D.C.48.5.5, 64.7.3, c. ac. y πρός y ac. τοὺς δὲ ... πρὸς ἀλλήλους Th.6.77, τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους X.HG 5.4.20, cf. Hell.Oxy.36.462, Plb.20.4.4, en v. pas. ἐὰν ἐκπολεμωθῇ πρὸς τὴν βουλὴν ὁ δῆμος D.H.5.64
c. dat. Ὀλυνθίους ἐκπολεμῶσαι δεῖν Φιλίππῳ D.1.7, ἡ Ἔρις αὐτὰς ἀλλήλαις ἐκπολεμῶσαι βουλομένη Luc.Charid.10, cf. D.C.46.2.3, en v. pas. ἵνα οἱ ἐκπολεμωθῇ πᾶν τὸ Περσικόν para que todo el pueblo persa fuera incitado a pelear contra él Hdt.3.66
fig. ἐκπολεμοῦσιν ἑαυτοὺς τῇ ἰδίᾳ ζωῇ se empujan a sí mismos a una guerra contra su propia vida Gr.Nyss.Maced.109.19.
2 intr. en v. med.-pas. hacerse enemigo de, enemistarse con c. dat. ἠπιστέατο γὰρ σφίσι [πρὸς] Λακεδαιμονίους τε καὶ Κλεομένεα ἐκπεπολεμῶσθαι estaban convencidos de que los lacedemonios, y especialmente Cleomenes, se habían hecho enemigos suyos Hdt.5.73, Ἀντιόχῳ ... ἐκπολεμώσεσθαι τοὺς Ἰουδαίους que los judíos se harán enemigos de Antíoco I.BI 7.425, abs. βουλόμενος ... μὴ παντάπασιν ἐκπεπολεμῶσθαι pretendiendo que no se hicieran sus enemigos definitivamente Th.8.57.

German (Pape)

[Seite 775] verfeinden, Jemanden in einen Krieg mit einem Andern verwickeln, zum Kriege reizen, τινά, Her. 4, 120; τινά τινι, Dem. 1, 7; πρός τινα, Thuc. 6, 77; Pol. 20, 4, 4. Oft im pass., verfeindet werden, in Krieg mit Jemandem geraten, Her. 3, 66, τινί, wie Thuc. 8, 57; πρός τινα, Plut. Pericl. 29; ἐκπεπολέμωταί μοι πρὸς ἐκεῖνον, ich bin mit ihm verfeindet, Her. 5, 73.

French (Bailly abrégé)

ἐκπολεμῶ :
exciter à la guerre : τινά τινι ou πρός τινα qqn contre qqn ; Pass. être en guerre.
Étymologie: ἐκ, πολεμόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπολεμόω:
1 подстрекать к войне, восстанавливать, возбуждать (τινα Her., Plut., τινά τινι Dem. и τινα πρός τινα Thuc., Polyb.);
2 начинать войну: ἠπιστέατό σφι (v.l. πρὸς) Λακεδαιμονίους ἐκπεπολεμῶσθαι Her. они были убеждены, что им предстоит война с лакедемонянами; πρὸς Φίλιππον ἐκπεπολεμωμένων Plut. так как они объявили Филиппу войну.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπολεμόω: καθιστῶ τινα πολέμιον πρὸς ἄλλον, περιπλέκω, ἐμβάλλω τινὰ εἰς πόλεμον, Ἡρόδ. 4.120· τινὰ πρός τινα Θουκ. 6. 77. - Μέσ., μέλλ. -ώσομαι (Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 7. 10, 2), γίνομαι ἐχθρός τινος, ἐμβάλλομαι εἰς πόλεμον, τινὶ Ἡρόδ. 3. 66., 5. 73· ἀπολ., Θουκ. 8. 57. Πρβλ. ἐκπολεμέω.

Greek Monotonic

ἐκπολεμόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι εχθρικό, εμπλέκομαι σε πόλεμο, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., γίνομαι εχθρός κάποιου, βρίσκομαι σε μακροχρόνια έχθρα με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to make hostile, to involve in war, Hdt., Thuc.:—Pass. to become an enemy to, be at feud with, τινι Hdt.

Lexicon Thucydideum

hostem facere, in inimicitias coniicere, to make an enemy, provoke to hostility, 6.77.2.