ἐκχύτης
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A spendthrift, Luc.Vit. Auct.24.
2 drain, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 derrochón, manirroto op. περιεκτικός Luc.Vit.Auct.24, cf. ἐκχυμενίτας.
2 desagüe, Gloss.2.293.
German (Pape)
[Seite 788] ὁ, der Ausgießer. Verschwender, Luc. Vit. auct. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
prodigue.
Étymologie: ἐκχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχύτης: ου ὁ расточитель, мот Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, χρηματοφθορικός, «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιεκτικός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24.
Greek Monolingual
ἐκχύτης, ο (Α)
1. σπάταλος, άσωτος
2. οχετός, διώρυγα.
Greek Monotonic
ἐκχύτης: [ῠ], -ου, ὁ (ἐκχέω), άσωτος, αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.
Translations
spendthrift
Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, δαπανητής, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐκχύτης, ἐντρυφής, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πατροφάγος, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σκορπιστής, σπαθητής, φιλαναλωτής; Hebrew: פַּזְרָן; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Persian: خَراج, تَلَفکار; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu