ἐπηρεασμός

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεασμός Medium diacritics: ἐπηρεασμός Low diacritics: επηρεασμός Capitals: ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ
Transliteration A: epēreasmós Transliteration B: epēreasmos Transliteration C: epireasmos Beta Code: e)phreasmo/s

English (LSJ)

ὁ, despiteful treatment, defined as ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν, οὐχ ἵνα τι αὐτῷ, ἀλλ' ἵνα μὴ ἐκείνῳ Arist.Rh.1378b18, cf. 1382a2, PTeb.28.4 (ii B.C.); τύχης ἐ. D.S.20.54.

German (Pape)

[Seite 921] ὁ, Beeinträchtigung, Mißgunst; Arist. rhet. 2, 2 unterscheidet drei Arten der ὀλιγωρία, καταφρόνησις, ἐπ., ὕβρις, u. erkl. ἐπ. ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν οὐχ ἵνα τι αὑτῷ ἀλλ' ἵνα μὴ ἐκείνῳ; – τ ύχης D-Sic. 20, 54.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἐπήρεια.
Étymologie: ἐπηρεάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπηρεασμός: ὁ Arst., Diod. = ἐπήρεια.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεασμός: ὁ, ἡ μετὰ κακίας μεταχείρισις, τρία δ’ ἐστὶν εἴδη ὀλιγωρίας, καταφρόνησίς τε καὶ ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις... καὶ ὁ ἐπηρεάζων φαίνεται καταφρονεῖν· ἔστι γὰρ ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν, οὐχ ἵνα τὶ αὐτῷ, ἀλλ’ ἵνα μὴ ἐκείνῳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 3 κἑξ.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπηρεασμός) επηρεάζω
νεοελλ.
η επήρεια
μσν.
ενόχληση
αρχ.
μεταχείριση με κακότητα.