ἐπιπίλναμαι
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
only pres., Ep. for ἐπιπελάζομαι, come near, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od.6.44 (v.l. ἐπικίδναται); ἐπ' οὔδει πίλναται Il.19.92.
German (Pape)
[Seite 969] (s. πίλναμαι), annahen, sich nähern, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Od. 6, 44.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s'approcher.
Étymologie: ἐπί, πίλναμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπίλνᾰμαι: (только 3 л. sing. praes.) приходить, наступать: οὔτε ποτ᾽ ὄμβρῳ δεύεται, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Hom. (Олимп, который) никогда не увлажняется дождем и (на котором) не бывает снега.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίλναμαι: Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπικ., προσπελάζω, ἔρχομαι πλησίον, οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται Ὀδ. Ζ. 14.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπιπίλναμαι (Α) πίλναμαι
(αποθ., μόν. στον ενεστ.) προσπελάζω, έρχομαι κοντά («οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιπίλναμαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., έρχομαι κοντά, εγγίζω, πλησιάζω, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Dep. to come near, Od. only in pres. and imperf.,]