ἐρεθισμός

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεθισμός Medium diacritics: ἐρεθισμός Low diacritics: ερεθισμός Capitals: ΕΡΕΘΙΣΜΟΣ
Transliteration A: erethismós Transliteration B: erethismos Transliteration C: erethismos Beta Code: e)reqismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A irritation, Hp.Acut.43; ἐρεθισμός κνησμώδης Thphr. Sud.16; ῥῖγος καὶ ἐρεθισμός LXX De.28.22, IG12(9).1179: in plural, stimulating treatment, Hp.Aph.1.20; ἐρεθισμοὶ πρὸς ἀφροδίσια Porph.Abst.1.47.
II provocation, Phld.Ir.p.54W. (pl.), D.H.10.33.
2 rebelliousness, LXX De.31.27; perverseness, Ph.1.359.

German (Pape)

[Seite 1023] ὁ, das Reizen, Necken; die Aufreizung, D. Hal. 10, 33; der Reiz, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεθισμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· τριβή, Θεοφρ. περὶ Ἱδρ. 16· ἐνόχλησις, Διον. Ἁλ. 10. 33: ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1244, ἐρεθισμοὶ εἶναι φάρμακα διεγερτικὰ τῶν διαφόρων λειτουργιῶν τοῦ σώματος.

Greek Monolingual

ο (Α ἐρεθισμός) ερεθίζω
1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση
2. προτροπή, παρακίνηση
3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου του σώματος, η φλόγωση
νεοελλ.
(ψυχολ.) κάθε εξωτερικό αίτιο το οποίο επενεργεί στα αισθητήρια όργανα και προκαλεί κάποιο αίσθημα στην ψυχή, όπως π.χ. οι παλμικές κινήσεις του αιθέρα που ερεθίζουν τον οφθαλμό και προκαλούν το αίσθημα του φωτός
2. ιατρ. νοσηρή αύξηση της ζωτικότητας ενός οργάνου
αρχ.
1. ενόχληση, πρόκληση
2. ατίθαση, στασιαστική διάθεση, ανταρσία («ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν τράχηλόν σου τὸν σκληρόν», ΠΔ)
3. ἐρεθισμοί
διεγερτικά φάρμακα τών διαφόρων λειτουργιών του σώματος («ἐρεθισμοὶ πρὸς ἀφροδίσια», Πορφ.)
4. η διεστραμμένη φύση, η φαυλότητα.

Translations

insubordination

Armenian: անհնազանդություն, չենթարկվելը; Chinese Mandarin: 不順從, 不顺从, 不服從, 不服从; Dutch: insubordinatie; Finnish: niskoittelu, niskurointi, tottelemattomuus; French: insubordination; German: Ungehorsamkeit, Befehlsverweigerung, Insubordination; Greek: ανυποταξία, απειθαρχία; Ancient Greek: ἀνυποταγή, ἀνυποταξία, ἀπειθαρχία, ἀτάκτημα, ἐρεθισμός, δυσπείθεια, τὸ δυσπειθές; Hungarian: parancsmegtagadás, fegyelemsértés, függelemsértés, engedetlenség, ellenszegülés; Irish: easumhlaíocht; Italian: insubordinazione; Norwegian Bokmål: ulydighet, ordrenekt; Persian: نافرمانی‎, سرکشی‎; Portuguese: insubordinação; Russian: неподчинение, неповиновение, ослушание, непокорность; Spanish: insubordinación; Swedish: olydnad, uppstudsighet