ἰσχίον
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
(parox.), τό,
A hip-joint, in which the thigh turns, κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Il. 5.305, cf. 11.339, Od.17.234, etc.; later τὸ κατ' ἰσχίον ἄρθρον Gal. UP15.8; also, the intra-capsular ligament of the hip-joint, Poll.2.186; = κεφαλὴ τοῦ μηροῦ, Hp.Art.53,58, Cael.Aur.TP4.38.
2 in plural (dual, Autocr.1.6), fleshy parts round the hip-joint, haunches, of a boar, ἰσχία τε γλουτούς τε Il.8.340; of a lion, πλευράς τε καὶ ἰσχία 20.170; of a horse, Pl.Phdr.254c, cf. e; freq. of men, ἐκ τῶν μηρῶν ἔς τε τὰ ἰ. καὶ τὰς λαπάρας Hdt.6.75, cf. X.Eq.7.7; ἰσχίων φύσιν.. πρὸς τὰς ἀναπαύσεις χρήσιμον Arist.PA689b15; τὰ ἰ. σαρκώδη ἐποίησεν [ἡ φύσις] ib.b14: hence, other animals are said to have no ἰ., ib. b6,33.
II later, the projecting part of the os innominatum, upon which man rests when sitting, Gal.2.772.
German (Pape)
[Seite 1272] τό (verwandt mit ἰσχύς u. ἰξύς), eigtl. das Hüftgelenk, die Höhlung im Hüftknochen, die Hüftpfanne, in der sich der Oberschenkelknochen dreht, auch κοτύλη genannt; τῷ βάλεν Αἰνείαο κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτιλην δέ τέ μιν καλέο υσιν Il. 5, 305, gew. die Hüfte selbst, 11, 339 Od. 17, 234; im plur. vom Eber u. Löwen Il. 8, 340. 20, 170, während nach Arist. H. A. 4, 10 sie nur der Mensch hat; ἐκ τῶν μηρῶν ἔς τε τὰ ἰσχία καὶ τὰς λαπάρας Her. 6, 75; τὰ σκέλη καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Plat. Phaedr. 254 c; Hippocr. u. Sp., wie Ael. H. A. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 os du bassin où s'emboîte le fémur;
2 τὰ ἰσχία parties charnues autour de l'os du bassin, hanches.
Étymologie: cf. ἰξύς.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχίον: τό ἰξύς анат. таз, бедро (οὔτασε δουρὶ κατ᾽ ἰσχίον Hom.); pl. бедра, седалище или ягодицы Her., Arst., Plut.: χύων συὸς ἀγρίου ἅπτηται ἰσχία Hom. собака хватает кабана за бедра; ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι Plat. сесть на бедра (о конях, при сильно оттянутых вожжах).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχίον: τό, (ἴδε ἰξύς), τὸ ὑποδεχόμενον τὴν τοῦ μηροῦ κεφαλὴν κοῖλον, ὅπερ καὶ κοτὺλην λέγεται, κατ’ ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Ἰλ. Ε. 305, πρβλ. Λ. 339, Ὀδ. Ρ. 234. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ περὶ τὰ ἰσχία σαρκώδη μέρη, οἱ μηροὶ κάπρου, ἰσχία τε γλουτούς τε Ἰλ. Θ. 340· λέοντος, πλευράς τε καὶ ἰσχία Υ. 170· ἵππου, Πλάτ. Φαῖδρ. 254C. πρβλ. Ε· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐκ τῶν μηρῶν ἔς τε τὰ ἰσχία καὶ τὰς λαπάρας Ἠροδ. 6. 75· πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 77· ἰσχίων φύσιν πρὸς τὰς ἀναπαύσεις χρήσιμον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4.10, 55· τὰ ἰσχία σαρκώδη ἐποίησεν ἡ φύσις αὐτόθι 54· ἐντεῦθεν τὰ πτηνὰ καὶ ἄλλα ζῷα λέγεται ὅτι δὲν ἔχουσιν ἰσχία, αὐτόθι 52, 58, πρβλ. ἀνίσχιος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἀνατομικοῖς ἰσχίον εἶναι τὸ προέχον μέρος τοῦ ἀνωνύμου ὀστοῦ (os innominatium), ἐφ’ οὗ ὁ ἄνθρωπος στηρίζεται καθήμενος, Γαλην. 2. 772., 4. 252 (Kühn).
English (Autenrieth)
(cf. ἰξύς): hip-joint, Il. 5.306; then the parts about the hips, loins, flanks.
Greek Monotonic
ἰσχίον: τό,
1. κοίλο μέρος του σώματος που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού.
2. στον πληθ., τα σαρκώδη μέρη γύρω από το ισχίο, μηροί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: hip-joint, haunches (Il.).
Compounds: As 2. member e. g. in ἐξ-ίσχιος standing out from the h. (Hp.), εὑ-ίσχιος with beautiful h. (hell. poetry).
Derivatives: Dimin. ἰσχάριον (Hero); ἰσχιακός belonging to the h. (Thphr.); ἰσχιάς, -άδος f. (sc. νόσος) pain in the h. (Hp.) with ἰσχιαδικός (medic.), as plant-name = λευκάκανθα (Dsc., as remedy against ἰσχιάς, Strömberg Theophrastea 194); ἰσχίασις = ἰσχιάς (medic.; as if from *ἰσχιάω, Schwyzer 505 and 732); denomin. verb ἰσχιάζω (ἰσχιάδδειν H.; Lac.) bend the h. (Prokop., Suid., Phot., H.; uncertain Gal. 18 [1] 786).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etym. - If ἴσχι ὀσφύς H. is correct, the formation agrees with ἄλφι, μέλι and Skt. names for parts of he body like sákthi thigh-bone, ásthi bone [but these prob. have -i < -H]. Against identification of ἴσχι and sákthi (Meringer Beitr. 3, Schulze Kl. Schr. 710 n. 8) Sommer Sprachgeschichte und Wortbedeutung 426 n. 2. (Doubtful Grošelj Razprave 2, 10 to OHG hlanca hip : OE hlanc schlank, mager connecting ἰσχίον to ἰσχνός; but hlanca starts from to bend (NHG lenken), and the formation remains unclear. - Fur. 393 connects ἰξύς, which seems quite possible: metathesis in the latter; one might assume *ikty-, cf. on ἴξαλ-ος; also Pre-Greek had several words in -ι, which is very rare in inherited Greek (Beekes, Pre-Greek, 3.1b.)
Middle Liddell
ἰσχίον, ου, τό,
1. the hip-joint, Hom.
2. in plural the fleshy parts round the hip-joint, the haunches, hams, Il., Hdt. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἰσχίον: {iskhíon}
Grammar: n.
Meaning: Hüftgelenk, Hüfte (seit Il.).
Composita : Als Hinterglied z. B. in ἐξίσχιος von der Hüfte herausstehend (Hp.), εὐίσχιος ‘mit schönen Hüften (hell. Dicht.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum ἰσχάριον (Hero); ἰσχιακός zu den Hüften gehörig (Thphr. u. a.); ἰσχιάς, -άδος f. (sc. νόσος) Hüftschmerz (Hp.) mit ἰσχιαδικός (Mediz.), als Pflanzenname = λευκάκανθα (Dsk., als Heilmittel gegen ἰσχιάς, Strömberg Theophrastea 194); ἰσχίασις = ἰσχιάς (Mediz.; wie von *ἰσχιάω, Schwyzer 505 und 732); denominatives Verb ἰσχιάζω (ἰσχιάδδειν H.; lak.) die Hüften neigen (Prokop., Suid., Phot., H.; unsicher Gal. 18 [1] 786).
Etymology : Ohne überzeugende Erklärung. — Wenn ἴσχι· ὀσφύς H. richtig überliefert ist, stimmt es der Bildung nach zu ἄλφι, μέλι und zu aind. Körperteilbenennungen wie sákthi Schenkel, ásthi Knochen. Gegen Identifizierung von ἴσχι und sákthi (Meringer Beitr. 3, Schulze Kl. Schr. 710 A. 8) Sommer Sprachgeschichte und Wortbedeutung 426 A. 2, wo sákthi anders eingereiht wird. Unter Vergleich mit ahd. hlanca Hüfte, Weiche : ags. hlanc schlank, mager zieht Grošelj Razprave 2, 10 ἰσχίον zu ἰσχνός; abgesehen davon, daß hlanca von der Vorstellung des Biegens (zu nhd. lenken) ausgeht, bleibt die Bildung unklar. Wieder anders Mann Lang. 28, 39: zu alb. vithe Lende eines Pferdes.
Page 1,741
Mantoulidis Etymological
τό (=κλείδωση τοῦ γόμφου, πληθ. μηροί, νεφρά). Ἀπό τό ἴς (=μῦς), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.