ὀπτάνιον
τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
English (LSJ)
τό,
A place for roasting, kitchen, Ar.Eq. 1033, Pax891, Alex.173.13, Philem.61, etc.; oven, PHolm. 11.18: these and other passages from Com. Poets, together with IG22.1672.189, SIG1097.28 (both iv B. C.), show that ὀπτάνιον is a real form, but ὀπτανεῖον, which is found in codd. of Plu.Crass. 8, Luc.Asin.27, etc., can be defended by the older ὀπτανήϊον (v. Hdn.Gr.2.417) and would be a normal derivative from ὀπτανεύς:—mock-heroic gen. pl. ὀπτανιάων for ὀπτανίων, MatroConv.12.
II firewood for roasting, Man. ap. J.Ap.1.26.
German (Pape)
[Seite 363] τό, Ort zum Braten u. Kochen, Brat-, Backofen, Küche, von Phryn. als att. für μαγειρεῖον erklärt; Hdn. zog diese Form der Form ὀπτανεῖον vor, die im E. M. als richtiger bezeichnet ist; Ar. Equ. 1028 Pax 856, vgl. die Beispiele aus den Comic. u. Ath. bei Lob. zu Phryn. 276; Mein. Men. p. 375. 540. – Auch dürres Holz zum Kochen u. Braten, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu pour rôtir les viandes, cuisine.
Étymologie: ὀπτάω.
Russian (Dvoretsky)
ὀπτάνιον: (ᾰ) τό кухонная плита, печь или кухня Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτάνιον: τό, τόπος ἔνθα ὀπτῶσι, μαγειρεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033, Εἰρ. 891, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 43, Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 2, κτλ.· τοῦτο τὸ χωρίον καὶ ἕτερα ἐκ τῶν κωμ. ποιητῶν δεικνύουσιν ὅτι ὁ ἀληθὴς τύπος εἶναι ὀπτάνιον καὶ οὐχὶ ὀπτανεῖον, ὅπερ δὲν μετέβαλον οἱ ἐκδόται ἐν Λουκ. Ὄνῳ 27, Πλουτ. Κράσσ. 8, κτλ.· ― ἀνώμ. γεν. πληθ. ὀπτανιάων ἀντὶ ὀπτανέων, χάριν τοῦ μέτρου, ὡς νησάων, ψηφάων ἀντὶ νήσων, ψήφων, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 134F. ΙΙ. ξηρὸν ξύλον πρὸς καῦσιν, καυσόξυλον, Μανέθων παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 26. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 583―4.
Greek Monolingual
ὀπτάνιον και ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α)
1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο
2. φούρνος, κλίβανος
3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. του ὀπτανεύς, αν ο τ. αυτός είναι αρχαιότερος].
Greek Monotonic
ὀπτάνιον: τό (ὀπτάω), τόπος για ψήσιμο, κουζίνα, σε Αριστοφ.