ὀψοφάγος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ὁ, one who eats delicacies, such as fish and other dainties, epicure, gourmet, Ar. Pax 810, Cephisod. 9, Antiph. 190.5, Eub. 88, Arist. EN 1118a32; ὀ. εἶ καὶ κνισολοιχός Sophil. 7, cf. X. Mem. 3.14.2 sq., Timae. 71; epithet of a fish, Oppian. H. 1.141; irreg. Attic Sup. ὀψοφαγίστατος X. Mem. 3.13.4, Poll. 6.37.
German (Pape)
[Seite 434] eigtl. bloße Zukost ohne Brot essend, vgl. Xen. Mem. 3, 14, 2 ff.; bes. feinere Speisen, Fische liebend, dah. leckerhaft, subst. das Leckermaul, der Schlemmer, Ar. Eccl. 781; Pol. 12, 24, 2; vgl. bes. Ath. VIII, 343 ff., 346 auch ein Apollo mit dem Beinamen ὀψοφάγος bei den Eleern erwähnt. – Superl. ὀψοφαγίστατος, Xen. Mem. 3, 13, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui mange des mets sans pain ; qui aime la bonne chère, friand, gourmet.
Étymologie: ὄψον, φαγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ὀψοφάγος: (ᾰ) (superl. ὀψοφαγίστατος) падкий до изысканных кушаний, лакомка Xen., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐσθίων ἄνευ ἄρτου ἐδέσματα μετ’ ἄρτου ἐσθιόμενα, οἷον ἰχθῦς καὶ ἄλλα τοιαῦτα προσφάγια, ὁ δειπνῶν πολυτελῶς, λαίμαργος, ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ καλὰ φαγητά, μάλιστα τοὺς ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 810, Κηφισόδωρος ἐν «Ὑὶ» 3, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 5, Εὔβουλος ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1· ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος (ἢ -οιχὸς) Σώφιλος ἐν «Φιλάρχῳ» 2. πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2 κ.ἑξ., Τίμαι. 71. - Ἀνώμαλ. Ἀττ. ὑπερθ. ὀψοφαγίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4, Πολυδ. Ϛ΄, 37. ΙΙ. ὄνομα ἰχθύος, Ὀππ. Ἀλ. 1. 141.
Greek Monolingual
ὀψοφάγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος
2. αυτός που του αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς
3. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -φάγος (< θ. φάγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. χορτοφάγος.
Greek Monotonic
ὀψοφάγος: [ᾰ], ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με ψωμί, όπως ψάρι καιλιχουδιές, λιχούδης, επικούρειος, τρυφηλός, σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. ὀψοφαγίστατος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὀψο-φᾰ́γος, ὁ, φαγεῖν
one who eats things meant to be only eaten with bread, such as fish and dainties, a dainty fellow, epicure, gourmand, Ar., Xen.:— irreg. Sup. ὀψοφαγίστατος Xen.