ὁμοφρονέω
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
pf. ὡμοφρόνηκα Phld.Mus.p.86 K.:—to be of the same mind, have the same thoughts, εἰ δὴ ὁμοφρονέοις Od.9.456; ὁμοφρονέοντε νοήμασιν... ἀνὴρ ἠδὲ γυνή in unity of purposes, 6.183; Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας being all of one mind, Hdt.9.2; opp. γνώμῃ διενειχθέντας, Id.7.229; of conspirators, X.HG7.5.7, Arist.Ath.14.3; also πόλεμος ὁμοφρονέων a war of common consent, Hdt.8.3: c. dat., οὐ γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι are ont agreed together, ib.75.
German (Pape)
[Seite 341] gleichgesinnt sein, dasselbe denken; ὁμοφρονέοντε νοήμασιν, Od. 6, 183; εἰ δὴ ὁμοφρονέοις, sagt Polyphem zu seinem Widder, 9, 456; übereinstimmen, einig sein, sowohl absolut, Her. 7, 229, wo γνώμῃ διενεχθῆναι entgegengesetzt ist, vgl. 9, 2, als τινί, mit Einem, 8, 75; πόλεμος ὁμοφρονέων, einstimmig vom ganzen Volke unternommener Krieg, 8, 3.
French (Bailly abrégé)
ὁμοφρονῶ :
être du même avis, du même sentiment : τινι que qqn ; πόλεμος ὁμοφρονέων HDT guerre décidée ou entreprise d'un sentiment unanime.
Étymologie: ὁμόφρων.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοφρονέω: быть одного и того же мнения, быть единодушным, согласным: εἰ ὁμοφρονέοις Hom. если бы ты разделял мои мысли; οὐκ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι Her. (греки) не единодушны, т. е. враждуют между собою; πόλεμος ὁμοφρονέων Her. единодушно ведущаяся война.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφρονέω: ἔχω τὸ αὐτὸ φρόνημα, τὰς αὐτὰς σκέψεις, εἰ δὴ ὁμοφρονέοις, λέγει ὁ Πολύφημος πρὸς τὸν κριόν, Ὀδ. Ι. 456· ὁμοφρονέοντε νοήμασιν..., ἀνὴρ ἠδὲ γυνή, ἔχοντες τὸν αὐτὸν σκοπόν, Ζ. 183· οὕτως, Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας, ὄντας ὁμόφρονας, Ἡρόδ. 9. 2· ἐν ἐντιθέσει πρὸς τό: γνώμῃ διαφέρεσθαι, ὁ αὐτ. 7. 229· ἐπὶ συνωμοτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 7· - ὡσαύτως, πόλεμος ὁμοφρονέων, πόλεμος ἐκ συμφώνου γινόμενος, Ἡρόδ. 8. 3· - μετὰ δοτ., οὐ γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι, δὲν συμφωνοῦσι πρὸς ἀλλήλους, αὐτόθι 75.
English (Autenrieth)
be like-minded, of one mind. (Od.)
Greek Monotonic
ὁμοφρονέω: μέλ. -ήσω, έχω την ίδια γνώμη, μοιράζομαι τις ίδιες σκέψεις, σε Ομήρ. Οδ.· ὁμοφρονέοντε νοήμασιν, με κοινούς στόχους, στο ίδ.· πόλεμος ὁμορφρονέων, πόλεμος κοινής συναίνεσης, σε Ηρόδ.· με δοτ., οὐ γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι, δεν συμφωνούν μεταξύ τους, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμοφρονέω, fut. -ήσω [from ὁμόφρων
to be of the same mind, have the same thoughts, Od.; ὁμοφρονέοντε νοήμασιν in unity of purposes, Od.; πόλεμος ὁμοφρονέων a war of common consent, Hdt.:—c. dat., οὑ γὰρ ἀλλήλοισι ὁμοφρονέουσι are not agreed together, Hdt.