ὅππως
From LSJ
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
English (LSJ)
Ep. for ὅπως.
German (Pape)
[Seite 363] ep. = ὅπως, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. ὅπως.
Russian (Dvoretsky)
ὅππως:
I adv. эп.-эол. = ὅπως I.
II conj. эп.-эол. = ὅπως II.
Greek (Liddell-Scott)
ὅππως: Ἐπικ. ἀντὶ ὅπως.
English (Autenrieth)
how, in order that, as.—(1) indirect interrog., οὐδέ τί πω σάφα ϝίδμεν ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, ‘how these things will be,’ Il. 2.250; then implying purpose, φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ϝάστυ σαώσεις, ‘how you are to save,’ Il. 16.144; and purely final, λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ὅπως νημερτέα ϝείπῃ, ‘that he speak the truth,’ Od. 3.19.—(2) rel., as; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, Il. 4.37; θαύμαζεν δ' ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὄφθαλμοῖσιν, Od. 3.373; causal, Od. 4.109.
Greek Monotonic
ὅππως: Επικ. αντί ὅπως.